Οσα ακούνε τα κύματα

Κουίζ πλάι στο κύμα, για δυνατούς λύτες: Ποια «μαγαζάκια» ταρακουνήθηκαν γερά, σε δημόσιο μεγάλο κέντρο πολιτισμού, όταν ανακοινώθηκαντα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου;

Και πόσες εκδηλώσεις θα προλάβουν να κλείσουνμε το παλιό «σύστημα»; Οι ευρόντες θα αμειφθούνμε τη… δροσιά της θάλασσας.

Ο Χρόνος είμαστε εμείς. Ή «Εμείς κι ο χρόνος», που τιτλοφορούσε το θεατρικό του ο Τζον Πρίστλεϊ. Αλλιώς: Ο Χρόνος είναι ο άνθρωπος. Και ο δημιουργός όλων των ανθρώπινων αντιφάσεων. Ο Νίκος Διαμαντής (σκηνοθέτης και διευθυντής στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά συνάμα) το πιστεύει. Και αν δεν το πίστευε μέχρι σήμερα, η ενασχόλησή του, η εμβύθισή του θα λέγαμε στον σχεδόν απύθμενο κόσμο τού πλέον εμβληματικού μυθιστορήματος, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, συνολικά 3.000 σελίδων, τον έφερε έως εκεί. «Ανακαλύπτω», μου λέει, χάρη στον Προυστ ή μαζί με τον γάλλο συγγραφέα, «το βάθος του ανθρώπου, της ανθρώπινης ψυχής». Εκεί όπου υπάρχουν και όμορφα και άσχημα. Εκεί έσκαψε βαθιά ο Προυστ και βρήκε (όπως και ο σκηνοθέτης) «πράγματα ακατάτακτα, δύσκολα που μας κινούν προς διάφορες κατευθύνσεις, που μας πονούν, που μας τρομάζουν, που μας διαφοροποιούν τον έναν από τον άλλον. Που μας κάνουν θνητούς». Στο ογκώδες μυθιστόρημα για την ανθρώπινη ψυχή είχε εμβυθιστεί και ο Χάρολντ Πίντερ το 1972, όταν ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Λόουζι του είχε ζητήσει να γράψει το σενάριο για μια μεγαλόπνοη ταινία, η οποία λόγω έλλειψης χρηματοδότησης δεν έγινε ποτέ. Το πιντερικό σενάριο του «Χρόνου» βρήκε τελικά τον δρόμο του για τη σκηνή μόλις το 2000, στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου. Και σε αυτή την εκδοχή βασίστηκε ο Νίκος Διαμαντής για τη δική του ανάγνωση επί του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», σε απόδοση Αντώνη Γαλαίου (που μόλις ξεκίνησε στο Θέατρο Σημείο). Με άξονα πάντα τον άνθρωπο και την ανθρώπινη ψυχή «που συναντιέται με το βάθος του πηγαδιού του».

«Γίγαντες που, τρέμοντας, προσπαθούν να ανεβούν πάνω σε ξυλοπόδαρα» είναι –κατά τον Προυστ στο τέλος του ογκώδους έργου του –οι άνθρωποι. Μια παραβολή γι’ αυτούς, για τον άνθρωπο, είναι και η παράσταση στο Σημείο. Που «αναδεικνύει αυτή τη σχέση της ψυχής με τον πυθμένα της, με μια γλώσσα ονείρου, παραλλαγής και ποίησης», κατά τον Νίκο Διαμαντή. Μια «ποιητική κατασκευή», δηλαδή, στην οποία όλα τα πρόσωπα, επτά ηθοποιοί εν προκειμένω (Κωνσταντίνα Αργυροπούλου, Σταύρος Γιαννακόπουλος, Σπέρη Κανατά, Αγγελίνα Κλαυδιανού, Κωνσταντίνος Μαρούγκας, Μάκης Μπογέας, Ιωάννα Τσακίρη) συνθέτουν «το παζλ ενός όντος». Ο σκηνοθέτης προσπάθησε να τιθασεύσει, όπως μου λέει, «ένα υλικό μοναδικό, όλη αυτή την κατάδυση σε αυτό το πηγάδι μέσα μας, που δεν θέλουμε να το αντιμετωπίσουμε» κι ας είναι ο καθρέφτης μας. Σε όλο αυτό το μεταποιημένο θεατρικά σύμπαν, «ο χρόνος είναι ο δημιουργός όλων των ανθρώπινων αντιφάσεων και εκείνος που θυμίζει στον άνθρωπο την αδυσώπητη θνητότητά του. Είμαι, λέμε, αυτό που θυμάμαι, αλλά αυτό δουλεύει ερήμην μου, είτε παρακαλάω να το ξεχάσω είτε να το θυμάμαι για πάντα. Είμαστε ο Χρόνος. Και άλλες φορές το ξεχνάμε, άλλες το ξορκίζουμε».

Γυμνές, λάγνες αλήθειες. «Ο Προυστ είναι σαν να χαράζει τα πρόσωπα με ένα ξυράφι και πιέζοντας σιγά και επίμονα να παίρνει το αίμα από την πληγή –αυτό που είναι η ψυχή» βλέπει τη συγγραφική διεργασία ο Νίκος Διαμαντής (φωτογραφία). Ο οποίος ανοίγει «ποιητικές ρωγμές στο παραστασιακό σώμα για να αναδειχθεί αυτό που κάνει τον άνθρωπο μοναδικό και περήφανο ον». Και αυτό γίνεται –παραστασιακά πάντα –μέσα από τις επαναλήψεις και τις επαναφορές των δεξιώσεων του μυθιστορήματος του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», σαν οργιώδη πάρτι, που μεταλλάσσονται, όσο το ον οδηγείται στην τελική πτώση. Και όλα γύρω αποκαθηλώνονται. Με φόρα, με μύχιες πράξεις και σκέψεις, με στοχασμό ή με λαγνεία. «Υπάρχουν κομμάτια που μιλάνε για τη δημιουργία, άλλα για την καλλιτεχνική πράξη και δράση, άλλα για τον τρόπο που ακουμπάμε τον άλλον, ακόμη και με λαγνεία. Είναι η δύναμη του ανθρώπου που στέκεται γυμνός και τρομώδης όταν απεκδύεται τα τερτίπια με τα οποία προσπαθεί να ξορκίσει τη θνητότητά του». Στην παράσταση, τα επτά πρόσωπα, «φάσματα, σκιές» παίζουν τα χαρακτηριστικά ντουέτα των σχέσεων. Και καθώς έχουμε να κάνουμε με θέατρο και όχι με το εμβληματικό μυθιστόρημα, «οι διεισδυτικές ψυχολογικές παρατηρήσεις έπρεπε να μεταφραστούν σε δράσεις σαφείς και κοφτές». Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους, επειδή όπως λέει ο σκηνοθέτης «αγγίζει τα θέματα με ωμότητα αλλά όχι με πορνογραφία». Κι ας μην υπάρχει γυμνό. Εκτός από την αλήθεια.

Ονειρα – κόσμοι

Τι είναι τελικά ο χρόνος; Οι απαντήσεις πολλές. Και σχετικές. Ο αμερικανός φυσικός και συγγραφέαςΑλαν Λάιτμανστο βιβλίο του «Τα όνειρα του Αϊνστάιν» (εκδ. Κάτοπτρο) «ήθελε να μας πει κυρίως, με τρόπο ποιητικό, ότι ο χρόνος που μας δίνεται είναι δική μας ευθύνη», πιστεύει η νεαρή σκηνοθέτις της Ομάδας ΟμοροςΕλένη Βλάχου, που αποφάσισε να μεταπλάσει –ποιητικά –τη νουβέλα του 1993 σε μια θεατρική παράσταση (στο Θέατρο του Νέου Κόσμου), σαν πείραμα, όπως μου λέει. Εκείνο που πρώτα έκανε οΛάιτμαν, μου εξηγεί, ήταν ότι πήρε τη Θεωρία της Σχετικότητας τουΑλμπερτ Αϊνστάινγια τον χρόνο και προσπάθησε να τη φέρει στα μέτρα μας. Με μικρά «επεισόδια» που αφορούν τα όνειρα του γερμανοεβραϊκής καταγωγής φυσικού, τα οποία είναι το καθένα ένας μικρός κόσμος, στον οποίο ο χρόνος κυλάει με διαφορετικό τρόπο. «Το θέμα», μου λέει ηΕλένη Βλάχου, «είναι πως επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων». Και αυτό δείχνει στην παράσταση «Τα όνειρα του Αϊνστάιν» με την ομάδα Ομορος –για την ακρίβεια με τρία μέλη της, τουςΚωνσταντίνο Δαλαμάγκα, Αλκιβιάδη Μπακογιάννη, Αγγελική Παναγιωτοπούλου. Τα αυτοτελή «επεισόδια» / όνειρα συνδέονται με ιντερμέδια στα οποία οΑϊνστάινσυνομιλεί με τον φίλο του μηχανικόΜικέλε Μπέσο, την περίοδο που δουλεύει τη Θεωρία της Σχετικότητας. Η ανάγνωση του βιβλίου είχε μια ενδιαφέρουσα επίδραση στηνΕλένη Βλάχου: «Ηταν ένα κύμα αισιοδοξίας διότι άνοιξε μπροστά μου πάρα πολλές πιθανότητες» λέει. «Και αυτό είναι κάτι που χρειαζόμαστε σήμερα. Οπως και εκείνο που λέει το έργο. Οτι δεν είναι όλα όπως τα βλέπουμε».