Οι πυραμίδες της μαφίας των ναρκωτικών, τα πολύπλοκα γεωμετρικά σχήματα στις δομές των εγκληματικών δικτύων από την πρωτογενή παραγωγή, την εισαγωγή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, την παράδοση ποσοτήτων στους συνδέσμους μέχρι τη διακίνηση μικροποσοτήτων από ντίλερ σε πιάτσες, περιγράφονται στις ογκώδεις δικογραφίες, αποτέλεσμα αστυνομικών επιχειρήσεων για την αποδόμηση – εξάρθρωση συμμοριών.
Δικογραφίες που σχηματίστηκαν τους τελευταίους μήνες καταδεικνύουν τη δομή την οποία έχουν λάβει πλέον τα κυκλώματα τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα της εισαγωγής και διακίνησης κάθε είδους και ποιότητας ναρκωτικής ουσίας. Μια ιστορία που πήρε διαστάσεις τη δεκαετία του ’90, εξελίχθηκε με γεωμετρική πρόοδο και έλαβε ολοκληρωμένη μορφή τα τελευταία χρόνια.
Το κεφάλαιο διακίνηση ναρκωτικών έχει πάρει πλέον τη μορφή πολυμελών επιχειρήσεων που διακινούν με συγκεκριμένη ιεραρχία και αυστηρούς κανόνες στην οργάνωση ναρκωτικά, κάνναβη, ηρωίνη, κοκαΐνη και χάπια.
Ο τζίρος από τις επιχειρήσεις – σουπερμάρκετ ναρκωτικών είναι πολύ μεγάλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα δίκτυα που εξαρθρώθηκαν, σύμφωνα με εκτιμήσεις των Αρχών Ασφαλείας, μέσα σε έξι μήνες είχε κέρδη τουλάχιστον 19 εκατ. ευρώ.
Τα στοιχεία των δικογραφιών που σχηματίστηκαν φανερώνουν τη μετάλλαξη και την εξέλιξη στη δράση των συμμοριών. Αξιοποιώντας εμπειρίες χρόνων ως προς το know how, συμμορίες του δρόμου έχουν συμπτυχθεί και αναπτύξει οργανωμένα δίκτυα που αναβαθμίζουν συνεχώς τον τρόπο δράσης και τα μέσα που χρησιμοποιούν, επενδύοντας από τα υπάρχοντα κέρδη.
Σε επτά επίπεδα το δίκτυο
Το εγκληματικό δίκτυο που αποδομήθηκε πρόσφατα με την αστυνομική επιχείρηση Χίμαιρα ήταν δομημένο με το σχήμα της πυραμίδας και συγκροτούνταν από επτά επίπεδα.
Στο πρώτο επίπεδο ήταν ο αλβανός αρχηγός, γνωστός με το ψευδώνυμο Γκέντι, ο οποίος κινούσε τα νήματα χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα. Στο δεύτερο ήταν τέσσερις υπαρχηγοί – εντολείς. Στο τρίτο βρίσκονταν όσοι μετείχαν στην πρωτογενή παραγωγή, στο τέταρτο ήταν τα στελέχη που είχαν αναλάβει την εισαγωγή ποσοτήτων ναρκωτικών μέσω της ελληνοαλβανικής μεθορίου, στο πέμπτο μετείχαν όσοι είχαν αναλάβει τον ρόλο του υπευθύνου των χώρων αποθήκευσης του δικτύου, ενώ στο έκτο ήταν οι σύνδεσμοι – μεταφορείς που έρχονταν σε επαφή με τους ντίλερ. Στην κατώτατη αλλά και σημαντικότερη βαθμίδα ήταν οι μικροδιακινητές, οι οποίοι αναλάμβαναν τη διακίνηση στις πιάτσες.
Το πλέον ανησυχητικό ως προς τις εξελίξεις είναι η ευκολία που έχουν τα δίκτυα να αντικαθιστούν τα μεσαία και κατώτερα μέλη, όπως οι ντίλερ, και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να ανασυντίθενται και να γεμίζουν πάλι τις πιάτσες.
Τα εγκληματικά δίκτυα επίσης προβαίνουν συστηματικά σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος με την αγορά ως επί το πλείστον κερδισμένων δελτίων τυχερών παιγνίων.
Οι συγκρούσεις στα Εξάρχεια
Κομβικό σημείο που επηρέασε τις εξελίξεις ήταν οι σφοδρές συγκρούσεις στα Εξάρχεια αντιεξουσιαστών εναντίον διακινητών ναρκωτικών, με στόχο την απομάκρυνσή τους από την περιοχή.
Η κορύφωση των συγκρούσεων προέκυψε με τη δολοφονία ενός Αιγυπτίου, ο οποίος είχε κατηγορηθεί από αντιεξουσιαστές ως ένας από τους βασικότερους διακινητές της πλατείας.
Το τεταμένο κλίμα στα Εξάρχεια, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το «άβατο», όπως και οι πιέσεις, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και συνέβαλαν στην κινητοποίηση της Ασφάλειας για την εξάρθρωση συμμοριών.
Εξάρχεια, λίγο πριν από τις 11.30 το πρωί, 7 Ιουνίου, στην οδό Θεμιστοκλέους, σε μικρή απόσταση από την πλατεία. Εξι πυροβολισμοί ακούγονται στη γειτονιά, σηματοδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στη φορτισμένη, γεμάτη εντάσεις και ιδιαιτερότητες, περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Στα σκαλιά ενός κτιρίου έχει σωριαστεί αιμόφυρτος από σφαίρες ένας αλλοδαπός άνδρας, ο οποίος ύστερα από λίγο υπέκυψε στα τραύματά του. Από την αστυνομική έρευνα διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για έναν σεσημασμένο 36χρονο Αιγύπτιο, ο οποίος σε συλλήψεις και προσαγωγές είχε παρουσιαστεί με τουλάχιστον πέντε διαφορετικά στοιχεία, όπως Allesh ή Αhmed Mohamed.
Στην πιάτσα των ναρκωτικών των Εξαρχείων ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Χαμπίμπι. Λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του, γνωστό πρόσωπο του αντιεξουσιαστικού χώρου τον είχε καταγγείλει ως δράστη της επίθεσης με μαχαίρι εναντίον του αλλά και άλλων νεαρών.
«Ο παρ’ ολίγον δολοφόνος είναι ένας Αιγύπτιος με το ψευδώνυμο Xαμπίμπι, ο οποίος καθημερινά διακινεί ναρκωτικά στην πλατεία» ανέφερε, και σε ακόμα πιο σκληρό τόνο πρόσθεσε: «Μιλάμε δηλαδή για έναν ημιπαράφρονα διακινητή ναρκωτικών, έναν δημόσιο κίνδυνο που σφάζει κόσμο αβέρτα».
Η ενέδρα για τον Χαμπίμπι
Η δολοφονική ενέδρα που στήθηκε για τον Χαμπίμπι αποτελούσε, όπως φάνηκε, την κορύφωση του κλίματος έντασης που είχε διαμορφωθεί εναντίον της ναρκωκουλτούρας και της «άλωσης» των Εξαρχείων από ναρκεμπόρους, όπως είχε καταγγελθεί μέσα από κείμενα του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Την ευθύνη για τη δολοφονία – εκτέλεση, όπως τη χαρακτήρισαν, ανέλαβε με προκήρυξη στο Διαδίκτυο η πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση με την επωνυμία που σηματοδοτεί πολλά: Ενοπλες Ομάδες Πολιτοφυλάκων.
Οι εκδικητές της πλατείας τιμώρησαν υποδειγματικά τον Χαμπίμπι τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Η εφαρμογή του λαϊκού – επαναστατικού δικαίου επέβαλε τη θανατική καταδίκη του», προσθέτοντας: «Γιατί κάποιος έπρεπε να αναλάβει δράση. Για την έστω και οριακή επαναφορά των συσχετισμών δύναμης στη γειτονιά των Εξαρχείων, για την υπενθύμιση πως το μακρύ χέρι του παρακράτους έχει να αντιμετωπίσει το τιμωρό χέρι του κινήματος».
Η δολοφονική επίθεση στο «κράτος των Εξαρχείων» και η γενικότερη κατάσταση αποτέλεσαν για μία ακόμα φορά το πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Οξείς τόνοι και καταγγελίες για το «άβατο» και την εκτός ελέγχου κατάσταση η οποία διαμορφώνεται, δρομολόγησαν εξελίξεις και αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για μια σειρά αστυνομικών επιχειρήσεων στις πιάτσες διακίνησης ναρκωτικών όχι μόνο στην Πλατεία Εξαρχείων, αλλά και ευρύτερα στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Το χρονικό για τις επιχειρήσεις-σκούπα
Πράξη πρώτη
To πράσινο φως για την πρώτη αστυνομική επιχείρηση-σκούπα στα κυκλώματα διακίνησης ναρκωτικών κυρίως στην Πλατεία Εξαρχείων αλλά και σε άλλες περιοχές άναψε περίπου εννιά μέρες μετά τη δολοφονία του Χαμπίμπι.
Με απόλυτη διακριτικότητα, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή διαρροή κατά τη διάρκεια των ερευνών, ολοκληρώθηκε στις αρχές Ιουλίου η αστυνομική επιχείρηση που οδήγησε στη σύλληψη 14 μελών της συμμορίας – εννέα υπήκοοι Αλβανίας, υπήκοος Πολωνίας και τέσσερις Ελληνες –, ενώ κατασχέθηκαν συνολικά δεκαεπτάμισι κιλά ακατέργαστη ινδική κάνναβη, εκ των οποίων μεγάλη ποσότητα ήταν ήδη κατανεμημένη σε μικροσυσκευασίες – δόσεις, έτοιμες για διακίνηση.
Το κύκλωμα λειτουργούσε «υποδειγματικά», σαν μια κανονική εμπορική επιχείρηση. Οι «εργαζόμενοι» κάλυπταν τον τομέα τους, οι ντίλερ εργάζονταν με βάρδιες και συγκεκριμένο ωράριο. Η διακίνηση γινόταν αυστηρά από τις πέντε το απόγευμα μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα και όταν ο ντίλερ αργούσε να πάει στο πόστο του αντικαθίστατο αμέσως από άλλο μέλος.
Ιδιαίτερα αυστηρός και συγκεντρωτικός ήταν ο 32χρονος αλβανός αρχηγός της επιχείρησης, ο οποίος σχεδόν κάθε βράδυ ζητούσε από το νούμερο 2 της συμμορίας να του αναφέρει τα έσοδα και τα έξοδα, παραδίδοντάς του ταμείο. Ηταν δε τόσο σχολαστικός, που συχνά επέβαλλε να γίνεται λεπτομερής λογιστικός έλεγχος και βαθμολογούσε τις επιδόσεις και τον επαγγελματισμό των ντίλερ.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό της μεθοδικότητας με την οποία λειτουργούσε η συμμορία ήταν ότι είχε χωρίσει την περιοχή σε τομείς, ορίζοντας συγκεκριμένα σημεία διακίνησης. Ο πρώτος τομέας ήταν η Πλατεία Εξαρχείων, ο δεύτερος ο λόφος του Στρέφη, ο τρίτος η οδός Μεσολογγίου, ενώ άλλο σημείο διακίνησης ήταν η περιοχή κοντά στο υπουργείο Πολιτισμού.
Η συγκεκριμένη συμμορία ήταν μία από αυτές που δρούσαν στην περιοχή, ενώ στη δικογραφία δεν αναφέρεται τίποτα που να συνδέει το συγκεκριμένο κύκλωμα με τη δολοφονία του Χαμπίμπι.
Πράξη δεύτερη
Με οδηγό τα στοιχεία που συγκέντρωσαν από την κεντρική – μητρική συμμορία, οι Αρχές Ασφαλείας έφθασαν σταδιακά στο επόμενο βήμα, την εξάρθρωση υποομάδας της μαφίας των ναρκωτικών, η οποία δραστηριοποιούνταν συστηματικά στην εισαγωγή από την Αλβανία και διακίνηση στο κέντρο της Αθήνας.
Με βάση τον δομικό χαρακτήρα των συγκοινωνούντων δοχείων, φάνηκε ότι πλήγματα της Αστυνομίας δεν επηρέαζαν τον πυρήνα και παρακλάδια του δικτύου συνέχιζαν ανεπηρέαστα τη δράση τους.
Λειτουργούσαν άλλωστε σε επιμέρους υποομάδες δρώντας αυτοτελώς ή συνδυαστικά όταν χρειαζόταν να αναπληρωθούν τα κενά. Ο Γιορίκας, ο Παππούς, ο Αγιάζ ήταν ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν βασικά μέλη του κυκλώματος, ενώ είχαν υιοθετήσει, όπως διαπιστώθηκε, ένα νέο δόγμα στον τρόπο δράσης. Φρόντιζαν να μεταφέρουν μικρότερες παρτίδες ώστε να μην έχουν μεγάλες απώλειες σε τυχόν κατασχέσεις, με την εξάρθρωση κάποιου από τα παρακλάδια του δικτύου.
Πράξη τρίτη
«Φλος ρουαγιάλ» για τις Αρχές Ασφαλείας η αποδόμηση πρόσφατα ενός πολυεθνικού και πολυεπίπεδου δικτύου που κάλυπτε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων οι οποίες συνδέονται με τα ναρκωτικά, την πρωτογενή παραγωγή και καλλιέργεια κάνναβης, την εισαγωγή από την Αλβανία, την αποθήκευση και τη διοχέτευση των ναρκωτικών στις πιάτσες της Αθήνας. Η επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να καλύπτει όλες τις ανάγκες των πελατών, διακινώντας ακατέργαστη υδροπονική κάνναβη όπως και ηρωίνη και κοκαΐνη. Υπήρχε ακόμα διαβάθμιση στην ποιότητα του προϊόντος και ως εκ τούτου στην τιμή του.
Σε ακτίνα από την Πλατεία Αμερικής, τη Δροσοπούλου, τα Προπύλαια, την περιοχή του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων, την Πλατεία Κάνιγγος, την Πλατεία Βικτωρίας και περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας είχε διεισδύσει το κύκλωμα, οργανώνοντας πιάτσες και θέτοντας υπό έλεγχο ολόκληρες γειτονιές. Τουλάχιστον 146 μέλη, αλβανικής, αφρικανικής, ελληνικής, βουλγαρικής, ρουμανικής καταγωγής, εκ των οποίων συνελήφθησαν 97, συγκροτούσαν τη δαιδαλώδη δομή του δικτύου.
Η διακίνηση στις πιάτσες γινόταν με τη μέθοδο της σκυταλοδρομίας. Αρχικά μέλη της συμμορίας έκαναν λεπτομερή κατόπτευση του πεδίου. Αλλάζοντας συνεχώς αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, έκαναν περιμετρικά πολλές φορές τη διαδρομή μέχρι το επίμαχο σημείο της διακίνησης ώστε να χαθούν τα ίχνη τους σε περίπτωση εντοπισμού και παρακολούθησης από τις Αρχές.
Στο κύριο κομμάτι της διακίνησης, στο καθορισμένο σημείο, μαζεύονταν τουλάχιστον δέκα διακινητές και τα ναρκωτικά με αστραπιαία ταχύτητα άλλαζαν χέρια ώστε, ακόμα και αν υπήρχε παρακολούθηση, να μην μπορούν οι αστυνομικοί να καταλάβουν ποιος είχε τι.
Μια άλλη καινοτομία του δικτύου ήταν το τσεκάρισμα των παρτίδων με τραπουλόχαρτα. Η διαλογή γινόταν στην Αλβανία και οι ειδικοί σημάδευαν τους σάκους με τραπουλόχαρτα, ανάλογα με την ποιότητα, η οποία καθόριζε και την οικονομική τους αξία. Τα σημαδεμένα μπορούσαν να πουληθούν το κιλό από 1.800 έως και 2.000 ευρώ, ενώ η τιμή των άλλων ήταν γύρω στα 1.200 ευρώ.