Πριν καλά καλά κοπάσουν οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για το δήθεν κλείσιμο της αξιολόγησης, άρχισαν οι οιμωγές. Γιατί οι θεσμοί επέστρεψαν και τους ζητάνε και το βόδι. Εργασιακά, συντάξεις, αφορολόγητο, απολύσεις, δημοσιονομικό κενό. Νόμιζαν –ή ήθελαν να νομίζουμε –ότι η δήθεν σκληρή στάση τους θα οδηγούσε τους θεσμούς σε υποχώρηση. Για άλλη μια φορά έπεσαν έξω. Πρώτον, γιατί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που έχουν μπροστά τους εκλογές, δεν θέλουν να φανούν συμβιβαστικές και ενδοτικές στο εκλογικό τους σώμα. Δεύτερον, διότι υπάρχει κόπωση και έλλειψη εμπιστοσύνης σ’ αυτή την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή καταφεύγει σε μονομερείς ενέργειες και αιφνιδιασμούς, καθυστερεί στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η εκκρεμότητα των κόκκινων δανείων εγκλωβίζει τις τράπεζες. Οι μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν την αγορά και προσελκύουν επενδύσεις καθυστερούν. Αντί να μειώνουν τις δαπάνες του Δημοσίου, υπερφορολογούν το επιχειρείν. Και ξηλώνουν όσες μεταρρυθμίσεις είχαν γίνει. Πάρτε το παράδειγμα της παιδείας. Ξήλωσαν μια μια όλες τις μεταρρυθμίσεις που είχαμε κάνει. Πρότυπα, αξιολόγηση, νέο Λύκειο, «σχέδιο Αθηνά», απελευθέρωση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση έχασε έναν ολόκληρο χρόνο. Η στάση της σκλήρυνε τους δανειστές και διέλυσε την πραγματική οικονομία. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση οδήγησε σε εκροή καταθέσεων ύψους 2 δισ. ευρώ από τις τράπεζες το τελευταίο δίμηνο.
Στην αριστερή εκλογική τους πελατεία σπινάρουν ότι διαπραγματεύονται για να σώσουν ό,τι μπορούν εντός Μνημονίου. Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με το κόμμα της, τις συνιστώσες της και τις ιδεοληψίες της. Εγκλωβισμένη στα αδιέξοδά της κρατάει σε ομηρεία τη χώρα.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός