Είναι ο τίτλος του τραγουδιού που, σε μουσική και στίχους Κηλαηδόνη, τραγούδησε η Αφροδίτη Μάνου το 1982. Η περιγραφή μιας συνηθισμένης μέρας μιας συνηθισμένης νοικοκυράς, της Μαίρης Παναγιωταρά, που όταν όμως την ακούμε παθαίνουμε πονοκέφαλο. Φανταστείτε τώρα τι θα παθαίναμε αν πριν από δέκα χρόνια γνωρίζαμε, έστω και αποσπασματικά, το ειδησεογραφικό timeline της προπροχθεσινής μέρας. Πέρα από το χαώδες τοπίο της διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, βρίσκεται στην τέταρτη θέση (μετά τη Βενεζουέλα, τη Νότια Αφρική και την Αργεντινή) του παγκόσμιου δείκτη εξαθλίωσης, ενώ μόλις την προηγουμένη το Οικονομικό Ινστιτούτο της Κολωνίας μάς είχε δώσει το πανευρωπαϊκό ως προς την αύξηση της φτώχειας. Επιπλέον, ένα Ασφαλιστικό, πέρα από τα όρια του καλού και του κακού, απλώς δεν βγαίνει. Και άρχισαν πάλι τα ράβε – ξήλωνε, αφού ο χαρούμενος δανδής κύριος Κατρούγκαλος, που το δούλευε μήνες, πήρε μέτρα νάνου για κοστούμι γίγαντα. Ως μασκότ της ημέρας δε, η φωτογραφία από το υπουργείο – καραγκιόζ μπερντέ με τα καλώδια να κρέμονται από το ταβάνι μπροστά στον αμήχανο Μισέλ Σαπέν. Αλλά αν στη σκέψη και μόνο τέτοιων ειδήσεων το 2007 θα μας έπιανε κρίση πανικού, το 2017 ήταν απλώς μια Παρασκευή.
Κι αυτό είναι το χειρότερο. Η απάθεια με την οποία εχουμε συμβιβαστεί. Η αντιμετώπιση της εξαθλίωσης ως άσκηση αλληλεγγύης. Η υπαγωγή της σε ταξικά φληναφήματα για να προσποιούνται διάφοροι τους δημοσιολόγους. Μωρέ μια χαρά το λέει η Μαίρη Παναγιωταρά στον τελευταίο στίχο: «Δεν είμαι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, είμαι ένα ζώον δηλαδή κανονικό».