Θα μπορούσε να είναι η κυβερνητική σύγχυση σε μικρογραφία. Η θεσμική διγλωσσία σε στακάτες δόσεις. Ο λόγος για την αποκάλυψη της «τραγικής» και «τριτοκοσμικής» ΕΡΤ διά στόματος Νίκου Ξυδάκη. Αυτή τη φορά ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ δεν απευθυνόταν σε ένα σκληροπυρηνικό ακροατήριο, όπως με τις νοσταλγικές αναμνήσεις για την Ελλάδα που δεν τη σκιάζει η φοβέρα της δραχμής. Τότε ήταν η πρωινή ζώνη ενός τηλεοπτικού σταθμού και το «ποίμνιο» που αλληθωρίζει προς τη ΛΑΕ. Αυτή τη φορά το τερέν παρείχε την απαραίτητη ασφάλεια, αλλά απαιτούσε τα αντίστοιχα διαπιστευτήρια. Το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών λειτούργησε σαν το αντηχείο για το «ευρωπαϊκό» προφίλ του Νίκου Ξυδάκη, ο οποίος πέταξε στη φωτιά ακόμη και το ιερό δισκοπότηρο της ΕΡΤ. Αλήθεια, δεν φοβήθηκε μήπως ερωτηθεί από συνάδελφό του «εσύ πού ήσουν όταν έπεφτε το μαύρο;».
Ακόμη, όμως, και σ’ αυτό το περιβάλλον, όπου έλληνες και ξένοι ομιλητές διεκτραγωδούσαν τα μνημονιακά πάθη της Ελλάδας και την Ακαθάριστη Εγχώρια Περηφάνεια κατά τις διαπραγματεύσεις, υπάρχει ο κίνδυνος της υποτροπής. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ο «ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού» να παραδώσει τη σκυτάλη στον «ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού».
Η συνέχεια της αντι-ΕΡΤικής εισαγωγής υποσχόταν τους συνήθεις υπόπτους. Κυρίες και κύριοι, ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα, ιδού οι δημοσιογράφοι. Ο Νίκος Ξυδάκης έπιασε το νήμα εκεί όπου το άφησε η κυβερνητική ομοβροντία περί απαξιωμένων λειτουργών του Τύπου. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος δεν ανακάλυψε, όπως είπε, σε κανέναν τηλεοπτικό σταθμό την πρωτογενή έρευνα και σε καμιά εφημερίδα τη «σοβαρή αρθρογραφία». Ομολογουμένως η προσωπική του άποψη διέθετε περισσότερο λυρισμό –η αρθρογραφική προϊστορία, γαρ –από τις κατά καιρούς συριζανελικές στρακαστρούκες για «παπαγαλάκια», «τρόικα εσωτερικού», «υπηρέτες» και «κονδυλοφόρους».
Ενα ερώτημα μόνο, τώρα που τα πάνελ ολοκληρώθηκαν και θα χρειαστεί να επιστρέψει στους τηλεοπτικούς σταθμούς (αυτούς που δεν κάνουν έρευνα) και τις εφημερίδες. Ο όρος «σοβαρή» αρθρογραφία ταυτίζεται με τη συμπολιτευτική; Με τη φιλική προς τον καφενειακό λόγο που αρέσκεται να ρίχνει στην αρένα τον δημοσιογραφικό χάριν γενίκευσης; Ή αρκεί να έχει την έγκριση ενός κυβερνητικού αξιωματούχου, καλή ώρα; Μήπως παραείναι σοβαρή υπόθεση για να ξοδεύεται σε δελφικούς χρησμούς;