«Ευχαριστούμε για τη συμπαράστασή σας στο βαρύτατο πένθος μας και παρακαλούμε να σεβαστείτε την επιθυμία μας να μην καλύψετε δημοσιογραφικά την εξόδιο ακολουθία του αγαπημένου μας γιου».
Ε και; Με ποιο δικαίωμα μια οικογένεια ζητά από τους δημοσιογράφους να μείνουν έξω από το πένθος της; Ποιος μπορεί να απαγορεύσει στην 4η εξουσία να μην καταγράψει τα τεκταινόμενα; Τι κι αν αυτά τα τεκταινόμενα αφορούν τον ανείπωτο πόνο και την απόλυτη θλίψη, τον θρήνο, τον σπαραγμό. Σιγά μη γίνουν σεβαστές τέτοιες απαιτήσεις, που εκφράζονται μάλιστα με ευγένεια…
Το θετικό και παρήγορο είναι ότι ήταν λίγοι, πολύ λίγοι, εκείνοι που δεν σεβάστηκαν την επιθυμία της οικογένειας του Ανδρέα Γεωργακόπουλου και «έσπασαν το εμπάργκο». Οπαδοί της νοοτροπίας «μα αφού πουλάει», κρυμμένοι πίσω από τη δικαιολογία ότι «αποστολή μας είναι η ενημέρωση του κόσμου», τρύπωσαν στην κηδεία στα μουλωχτά. Για να ανεβάσουν μερικές φωτογραφίες στο Διαδίκτυο, για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη λαιμαργία της κλειδαρότρυπας, για να έχουν «την είδηση», που στην προκειμένη ήταν ο επικήδειος ενός πατέρα και τα πρόσωπα των συγγενών και των φίλων. Κι ας είχαν αυτά τα ίδια sites δημοσιεύσει, μία ημέρα μόλις νωρίτερα, την ανακοίνωση – παράκληση της οικογένειας.
Τα όρια του ιδιωτικού βρίσκονται προ πολλού σε κίνδυνο. Ο καθένας μπορεί να φωτογραφίσει, να βιντεοσκοπήσει και στη συνέχεια να δημοσιοποιήσει τη στιγμή του άλλου –ανώνυμου, επώνυμου και γενικώς, παραφράζοντας το τραγούδι του Δήμου Μούτση –επειδή τυχαίνει να βρίσκεται σε δημόσιο χώρο.
Και ναι, τα νεκροταφεία είναι δημόσιοι / δημοτικοί χώροι. Αλλά ο πόνος είναι η πιο προσωπική υπόθεση και η πιο σεβαστή.