Νόμιμα και με τη βούλα της Δικαιοσύνης είναι τα επίμονα τηλεφωνήματα εισπρακτικών εταιρειών, που με φορτικότητα διεκδικούν από οφειλέτες την πληρωμή των εκκρεμών δόσεών τους καθώς, όπως κρίθηκε, η συμπεριφορά αυτή που αποτελεί θηλιά για τους καταναλωτές και το οικογενειακό τους περιβάλλον δεν συνιστά κακουργηματική εκβίαση.
Ετσι, ύστερα από πολυετή –σχεδόν εννέα χρόνια –έρευνα προέκυψε ένα μόνο πλημμέλημα, που σχετίζεται με την παραβίαση προσωπικών δεδομένων για εισπρακτικές εταιρείες οι οποίες δεν πληρούσαν την προϋπόθεση του νόμου, δεν είχαν εγγραφεί στο Μητρώο Καταναλωτών και ως εκ τούτου δεν είχαν δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα των καταναλωτών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο εισαγγελικό πόρισμα με βάση την αποτίμηση του αποδεικτικού υλικού αναφέρεται πως «δεν προκύπτει ότι οι εταιρείες επεδίωκαν παράνομο όφελος από την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες αλλά είχαν το δικαίωμα να ζητούν τα οφειλόμενα».
Με βάση τα δεδομένα της προκαταρκτικής εξέτασης η εισαγγελέας Πρωτοδικών Ευγενία Μαρούδα, η οποία ολοκλήρωσε τη διενέργεια της έρευνας, εισηγείται να τεθούν στο αρχείο οι καταγγελίες που είχαν διατυπωθεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας και εκατοντάδες πολίτες σχετικά με το κακούργημα της εκβίασης.
Προς το αρχείο οδεύουν και οι καταγγελίες για τα αδικήματα της απάτης κατ’ εξακολούθηση, της αντιποίησης δικηγορικού επαγγέλματος και της παράνομης βίας.
Βέβαια εκ του νόμου τον τελευταίο λόγο για την επικύρωση της διάταξης περί της αρχειοθέτησης των επίμαχων καταγγελιών θα έχει ο εισαγγελέας Εφετών.
Η εισαγγελέας, πάντως, προχώρησε στην άσκηση ποινικής δίωξης για το πλημμέλημα της παράνομης χρήσης αρχείων προσωπικού χαρακτήρα εις βάρος 15 προσώπων εισπρακτικών εταιρειών. Οπως προέκυψε από την έρευνα, οι συγκεκριμένες δεν ήταν εγγεγραμμένες στο Μητρώο Καταναλωτών και εκ του νόμου δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά στοιχεία των δανειοληπτών.
Για την ιστορία αξίζει να αναφέρουμε ότι στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης μπήκαν 29 εισπρακτικές εταιρείες και 17 δικηγορικά γραφεία. Εκτός από τις 6 που διώκονται ποινικά για την προαναφερόμενη πλημμεληματική παράβαση, για τις υπόλοιπες διαπιστώθηκε ότι είχαν συμβάσεις με τις τράπεζες που νομίμως είχαν στην κατοχή τους ονόματα, τηλέφωνα και προσωπικά στοιχεία οφειλετών.
ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟ ΤΟ 2008. Ο φάκελος εισπρακτικές εταιρείες άνοιξε για τη Δικαιοσύνη το 2008 ύστερα από μήνυση του ΔΣΑ, καταγγελίες εκατοντάδων πολιτών και ρεπορτάζ σε τηλεοπτικούς σταθμούς.
Οι εκπρόσωποι των εισπρακτικών εταιρειών που κλήθηκαν και έδωσαν εξηγήσεις με την ιδιότητα του υπόπτου τέλεσης αξιοποίνων πράξεων υποστήριξαν ότι έκαναν τη δουλειά τους σύμφωνα με τον νόμο, συνεχώς πάνω σε κακοπληρωτές που απέφευγαν να διακανονίσουν την οφειλή τους.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, οι εργαζόμενοι στις εισπρακτικές δεν τηρούσαν τον νόμο, ο οποίος προβλέπει ότι οι εταιρείες μπορούν να τους τηλεφωνούν μόνο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Επίσης, ότι απαγορεύεται να ενημερώνουν τρίτους για την οφειλή του δανειολήπτη, ενώ απαγορεύεται να επικοινωνούν σε επαγγελματικό τηλέφωνο, εκτός εάν είναι το μόνο που έχει δοθεί στην τράπεζα.
Τέλος, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι εισπρακτικές εταιρείες είχαν ανάρμοστη συμπεριφορά στους πολίτες, η οποία στοιχειοθετεί το πλημμέλημα της παράνομης βίας. Ωστόσο, το αδίκημα αυτό διώκεται μόνο κατόπιν έγκλησης (μήνυσης) του παθόντα. Στο πλαίσιο της έρευνας κλήθηκαν κατά πληροφορίες από την εισαγγελέα περισσότεροι από 100 καταγγέλλοντες. Η πλειοψηφία αυτών όμως δεν θέλησε να καταθέσει έγκληση και οι υπόλοιποι προχώρησαν σε ασαφείς ή αόριστες περιγραφές της συμπεριφοράς των εισπρακτικών εταιρειών.
Ανεξάρτητα πάντως από την ποινική διάσταση της υπόθεσης αυτής που αφορά χιλιάδες καταναλωτές, σε πρόσφατη απόφασή του το Ειρηνοδικείο της Αθήνας δικαίωσε οφειλέτη επιδικάζοντας αποζημίωση σε δικηγόρο ο οποίος έγινε δέκτης τηλεφωνημάτων από εισπρακτική εταιρεία χωρίς προηγουμένως να έχει καμία ειδοποίηση από την τράπεζα με την οποία είχε συνάψει τη δανειακή σύμβαση ότι διαβίβασε τα οικονομικά του δεδομένα σε τρίτους.