Το ιδεόγραμμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο για τη λέξη «μπελάδες» συμβολίζεται από έναν προπονητή μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Είμαι βέβαιος πως ο Πάουλο Μπέντο το γνώριζε πριν αποφασίσει να μιλήσει, εμφορούμενος από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Είχε ψυχανεμιστεί πως το μέλλον που φοβόταν είχε γίνει πια παρόν και η παρουσία του στον Ολυμπιακό θα αντιμετωπιζόταν ως σκωληκοειδή απόφυση σε οξεία κατάσταση.

Δεν είχε πια τη δύναμη να κρατήσει το κεφάλι του έξω από τα ορμητικά νερά του ποταμού της αμφισβήτησης που αρδεύει τις ναΐφ σκέψεις του ποδοσφαιρικού μας επαρχιωτισμού.

Για το αν ήταν σωστή η απόφαση για την «επέμβαση» θα το δείξει η Ιστορία. Αυτή που συνήθως είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε αν δεν τη γνωρίζουμε ή την ξεχνάμε.

Την τελευταία 15ετία άλλες δύο φορές ο Ολυμπιακός άλλαξε τους προπονητές του σαν γαριασμένα πουκάμισα. Και στις δύο περιπτώσεις, εκείνες οι ενέργειές του αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την πτώση του από την κορυφή.

Τη σεζόν 2002-2003 είχε κατακτήσει βέβαια τον τίτλο στην ισοβαθμία με τον Παναθηναϊκό, αλλά την επομένη το απώλεσε από τους Πρασίνους.

Οταν επαναλήφθηκε το ίδιο φαινόμενο τη σεζόν 2009-2010, ο Δαφνοστεφανωμένος Νέος έχασε ξανά τα πρωτεία από την ίδια ομάδα.

Στην περίπτωση του Μπέντο, ο Ολυμπιακός δεν ακολούθησε έναν βασικό κανόνα: δεν άφησε το λασπωμένο νερό να καθαρίσει.