Την τελευταία φορά που φιλοξένησαν τα ανάκτορα των Βερσαλλιών μια σύνοδο κορυφής ήταν το 1986. Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς είχαν συγκεντρωθεί οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των 31 γαλλόφωνων χωρών του πλανήτη. Το ερώτημα τότε ήταν ένα: τι επιφυλάσσει το μέλλον στη γλώσσα του Μολιέρου; Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, οι Βερσαλλίες φιλοξένησαν και πάλι μια σύνοδο κορυφής. Το ερώτημα αφορούσε και πάλι το μέλλον. Το επίδικο, όμως, δεν ήταν μια ευρωπαϊκή γλώσσα, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη –ή μάλλον η Ευρώπη χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η χθεσινή σύνοδος κορυφής βαφτίστηκε «μίνι». Το ειδικό της βάρος, όμως, είναι πολύ μεγαλύτερο. Γιατί στις Βερσαλλίες οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, δηλαδή των τεσσάρων ισχυρότερων χωρών της ΕΕ, επιβεβαίωσαν ότι η Ευρώπη του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να είναι μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων. Μετά τη συνάντησή τους, και πριν το δείπνο εργασίας που ακολούθησε, οι Ανγκελα Μέρκελ, Φρανσουά Ολάντ, Πάολο Τζεντιλόνι και Μαριάνο Ραχόι, εξέδωσαν τέσσερα διαφορετικά ανακοινωθέντα. Διαφορετικά, αλλά «συντονισμένα», όπως σημείωναν διπλωματικές πηγές, στην πίστη τους στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ιδέας.

«Δεν πρόκειται να πούμε εμείς οι τέσσερις τι πρέπει να είναι η Ευρώπη, δεν είναι αυτή η αντίληψή μας. Είμαστε, όμως, τα τέσσερα πιο σημαντικά κράτη και οφείλουμε να πούμε τι είναι αυτό που θέλουμε να κάνουμε μαζί με όλους τους άλλους» εξηγούσε στις 20 Φεβρουαρίου ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κατά τη συνάντηση που είχε με τον ισπανό πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι. Το έδαφος είχε στρώσει 17 ημέρες νωρίτερα η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ όταν στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ που είχε φιλοξενηθεί στη Μάλτα αιφνιδίασε πολλούς με μια απρόσμενη δήλωση: «Θα υπάρξει μια ΕΕ διαφορετικών ταχυτήτων, δεν θα συμμετέχουν όλοι κάθε φορά σε όλα τα στάδια της ενσωμάτωσης».

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι –και θα κυλήσει κι άλλο ως τις 25 Μαρτίου όταν οι 27 θα γιορτάσουν στην Ιταλία τα 60 χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης, η οποία αποτέλεσε και τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ενωμένης Ευρώπης. Στο μεταξύ, όμως, αυτή η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων θα πρέπει να σχεδιαστεί. Κάτι που εξηγεί ότι η χθεσινή μίνι σύνοδος δεν εξαντλήθηκε σε επίπεδο διακηρύξεων: στο επίκεντρο της συζήτησης των τεσσάρων βρέθηκαν η ευρωπαϊκή άμυνα, η πρόνοια, η εσωτερική ασφάλεια, ο έλεγχος των συνόρων, η διαχείριση του ασύλου και των μεταναστευτικών ροών.

Οι υπόλοιποι 23 θα πάρουν μια πρώτη γεύση από τις συζητήσεις των τεσσάρων στη σύνοδο κορυφής της που θα πραγματοποιηθεί στις 9 και 10 Μαρτίου στις Βρυξέλλες, δηλαδή την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή. Ουδείς πρόκειται να εκπλαγεί πάντως. Η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων ήταν ένα από τα πέντε σενάρια για το μέλλον της ΕΕ που παρουσίασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, τα κράτη μέλη που θέλουν περισσότερη Ευρώπη θα προχωρήσουν χωρίς εκείνα που δεν είναι έτοιμα ή δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι «θα σχηματιστούν μία ή περισσότερες συμμαχίες κρατών», όπως είχε εξηγήσει παρουσιάζοντας τη «Λευκή Βίβλο» του ο πρόεδρος της Κομισιόν.

Βερολίνο και Παρίσι εκτιμούν σε αυτή τη φάση ότι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι ο μόνος τρόπος για την επαναπροώθηση του ευρωπαϊκού σχεδίου, το οποίο έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα από την κρίση της ευρωζώνης, την προσφυγική κρίση, αλλά και την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπέρ της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων έχουν ταχθεί επίσης η Ιταλία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο. Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες είναι έντονη η ανησυχία για την άνοδο των λαϊκιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων και την όλο και μεγαλύτερη εκλογική τους επιρροή.

Στην ουσία, πάντως, η ιδέα δεν είναι καινούργια. Η ευρωζώνη αλλά και η συνθήκη του Σένγκεν είναι τα δυο πλέον απτά παραδείγματα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων όπως λειτουργεί σήμερα. Μένει να φανεί σε ποια πεδία θα διαμορφωθούν οι μελλοντικές συμμαχίες αλλά και πώς θα τιθασευτούν οι φόβοι κάποιων χωρών, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης, που ανησυχούν ότι θα μείνουν πίσω σε σχέση με τις υπόλοιπες.