Το Β’ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε ότι τα ακίνητα που αποκτώνται μετά από χρησικτησία (χρήση 20 ετών) δεν υπόκεινται σε φορολογία, καθώς δεν καταβάλλονται χρήματα για την απόκτησή τους, δεν επέρχεται προσαύξηση του φορολογητέου εισοδήματος, αλλά ούτε και η κυριότητα τους αποτελεί τεκμαρτή δαπάνη.
Το ΣτΕ αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το θεσπιζόμενο τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος, λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος καταβάλλει πράγματι χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου.
Κατόπιν αυτού, σε περίπτωση «απόκτησης ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, ήτοι με άσκηση νομής επί εικοσαετία, για την οποία δεν συντρέχει η προϋπόθεση της πραγματικής καταβολής χρηματικού ποσού, το πιο πάνω τεκμήριο (σ.σ.: φορολογητέου εισοδήματος) δεν εφαρμόζεται».
Πριν φθάσει η υπόθεση στο ΣτΕ, το Διοικητικό Εφετείο ερμηνεύοντας τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, είχε δεχθεί ότι λογίζεται ως αγορά ακινήτου και η περίπτωση μεταγραφής ακινήτου με δικαστική απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα ακινήτου λόγω συμπλήρωσης των όρων της «χρησικτησίας».
Αντίθετα, το ΣτΕ έκρινε ότι το Διοικητικό Εφετείο δεν αιτιολογεί νόμιμα την απόφασή του και την αναίρεσε.
Ειδικότερα, μετά την έκδοση απόφασης τοπικού Ειρηνοδικείου με την οποία περιήλθε κατόπιν «έκτακτης χρησικτησίας» ακίνητο έκτασης 7.021τ.μ. σε ζευγάρι, η αρμόδια ΔΟΥ προσδιόρισε το φορολογητέο εισόδημα του επίμαχου ζευγαριού.
Στον σύζυγο προσδιόρισε το ποσό των 325.500,16 ευρώ και στη σύζυγο των 403.026,43 ευρώ, αντί των δηλωθέντων από αυτούς ποσών των 10.987,04 και 6.521,92 ευρώ, αντίστοιχα.
Τέλος, καταλογίσθηκε σε βάρος τους διαφορά κύριου φόρου εισοδήματος 133.979,06 ευρώ και 154.201,57 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και πρόσθετος φόρος για ανακριβή δήλωση 259.439,85 ευρώ. Δηλαδή, συνολικά τους καταλογίστηκε το ποσό των 547.831,62 ευρώ.
Μετά την απόφαση του ΣτΕ τα εν λόγω ποσά δεν πρέπει να καταβληθούν στη ΔΟΥ.