Τελικά πράγματι κάτι κινείται σε αυτόν τον τόπο: από τα «γκρικ στατίστικς» περάσαμε στα «φρικ στατίστικς».
Τα «γκρικ στατίστικς» ήταν πιο απλά στη σύλληψη: η κυβέρνηση παράγγελνε τα νούμερα που εξυπηρετούσαν την πολιτική της και δεν κατάστρωνε την πολιτική της με βάση τους πραγματικούς αριθμούς της οικονομίας. Χρειαζόταν βεβαίως να μπορεί να επιβάλει τη βούλησή της στην αρμόδια υπηρεσία, αλλά ούτε αυτό αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα: η εν λόγω υπηρεσία, όπως οι περισσότερες του κράτους, έτσι ακριβώς αντιλαμβανόταν το καθήκον της, αφού ο επικεφαλής της ήταν διορισμένος με κριτήριο την υπακοή του και αποστολή να μετατρέπει την κομματική υπακοή σε κρατικά στοιχεία. Αποτέλεσμα, για να παραφράσουμε έναν παλιό πολιτικό: οι αριθμοί ευημερούσαν, οι ξένοι εφησύχαζαν και η οικονομία βούλιαζε.
Οταν έσκασε, μαζί με τη χώρα και την αξιοπιστία της, η φούσκα των «γκρικ στατίστικς», δηλαδή αποκαλύφθηκαν οι πραγματικοί αριθμοί της οικονομίας και ο τρόπος που ώς τότε αλλοιώνονταν, οι διεθνείς παράγοντες που ανέλαβαν να μας σώσουν, και μαζί να μας τιμωρήσουν, το πρώτο πράγμα που απαίτησαν ήταν κάτι επαναστατικό –συγχρόνως πρωτόγνωρο για την εποχή που έληγε και αυτονόητο για εκείνην που άρχιζε: να δημιουργηθεί μια πραγματικά ανεξάρτητη στατιστική υπηρεσία. Και, ω του θαύματος, αυτή δημιουργήθηκε –έστω και με το στίγμα τής παρά φύσιν, αφού δεν θα αργούσε να της φορτωθεί, πέρα από την ευθύνη για τους αριθμούς, και η ευθύνη για την πραγματικότητα. Σημασία έχει ότι μέσα από κυβερνητικές δυσφορίες και δικαστικές περιπέτειες η χώρα και οι διεθνείς εταίροι – επιτηρητές της διέθεταν πια αξιόπιστα –αλλά βεβαίως όχι ευχάριστα –στατιστικά στοιχεία.
Η παρούσα κυβέρνηση ανέλαβε όταν αυτή η επανάσταση είχε πια συντελεστεί –κι έτσι δεν πρόλαβε να επιβάλει στην εκτός επιρροής της στατιστική υπηρεσία τη δική της ερμηνεία περί «ανεξαρτησίας», όπως έκανε με τις άλλες κατ’ όνομα ανεξάρτητες Αρχές. Ομως τα πραγματικά στοιχεία της οικονομίας δεν συμβάδιζαν με το «αφήγημα» της περί διαρκούς προόδου και ολοένα επερχόμενης ανάπτυξης. Ετσι εγεννήθησαν ημίν «φρικ στατίστικς»: βάφουμε την εικόνα και θεωρούμε ότι έπαψε να είναι φρικτή.
Τα «φρικ στατίστικς» σιγόκαιαν από καιρό –η αλήστου μνήμης πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης βασίστηκε ακριβώς στην ιδέα ότι οι αριθμοί είναι θέμα ερμηνείας και ιδεολογίας -, έκαναν όμως την πιο θριαμβευτική εμφάνισή τους αυτή την εβδομάδα. Υφεση μέτρησε για το 2016 η Ελληνική Στατιστική Αρχή, ανάπτυξη διέγνωσε, με τα δικά του μέτρα, ο Πρωθυπουργός. Φυσικά η αντιπαράθεση δεν γίνεται για τους αριθμούς, αλλά για το τι κρύβεται από πίσω τους. Και 0,05% ύφεση να μην είχαμε το 2016, όπως έδειξαν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, αλλά 0,1% ανάπτυξη –κάτι που θα οδηγούσε σε πανηγυρισμούς την κυβέρνηση -, η κατάσταση θα παράμενε η ίδια και θα συνέχιζε να είναι μπροστά στα μάτια μας: μια οικονομία σταματημένη λόγω της υπερφορολόγησης, της αβεβαιότητας, της έλλειψης πρωτοβουλιών, της εσωστρέφειας (στην οποία συνέβαλαν τα μέγιστα οι κατά την κυβέρνηση «εξυγιαντικοί» περιορισμοί κεφαλαίων). Αμφισβητώντας όχι τα ίδια τα στοιχεία αλλά την «αλήθεια» τους, η κυβέρνηση αρνείται να δει αν και πού έσφαλλε, αν απαιτείται κάτι να αλλάξει. Αυτή η άρνηση, που κατέστη συλλογική μας μοίρα, βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχαία, και διόλου στατιστική, έννοια της ύβρεως.
Ο Κώστας Μποτόπουλος ειναι συνταγματολόγος