Το «ντιλ» μοιάζει λογικό. Παίρνεις ως Πρόεδρος της Βουλής έναν γνήσιο Νταλί, έστω και αν είναι ένα υποτυπώδες σκίτσο, και δίνεις 25.000 ευρώ υπό τη μορφή επιχορήγησης στην Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας που σου το έδωσε. Το ντιλ είναι προφανώς νόμιμο. Και σύμφωνα με το πιο φορεμένο κλισέ της τελευταίας δεκαετίας, είναι και ηθικό. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα εντάξει κανείς την ηθική στην κατηγορία των σχετικών μεγεθών για να της δώσει την ελαστικότητα που της πρέπει.
Είναι αυτή η ελαστική ηθική που επιτρέπει στον ίδιο Πρόεδρο και στην ίδια Βουλή να νομοθετούν για να απαλλαγεί η ελίτ του κράτους –από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο του σώματος έως τους διοικητές και τους υποδιοικητές των νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου –από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, όπως αποκάλυψε η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Χρειάζεται αυτή η ελαστικότητα για να γεμίσει τρύπες και ρωγμές η ηθική κυρίως εκείνων που ηθικολογούν ακατάπαυστα όλα αυτά τα χρόνια επενδύοντας πολιτικά στον εισαγγελικό λόγο και καταγγέλλοντας την ανηθικότητα των άλλων ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει.
Η ηθική ως πολιτικό όπλο είναι το ένα μέρος του προβλήματος. Το άλλο είναι η κουλτούρα διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Μπορεί να είναι μπανάλ –αν όχι εντελώς παρωχημένο –να υπενθυμίσει κανείς ότι και τα ντιλ και οι ελαφρύνσεις της κρατικής ελίτ γίνονται με τα χρήματα των φορολογουμένων. Αλλά δεν είναι ψέμα. Στο κάτω κάτω και ο Σαλβαδόρ Νταλί αγαπούσε το χρήμα –τόσο που o Μπρετόν επινόησε τον αναγραμματισμό Avida Dollars για να επισημάνει την απληστία του. Αλλά δεν τα έπαιρνε από το δημόσιο ταμείο.