Νέος σεφ, καινούργιο μενού, πιάτα με γεύσεις έντονες και εκλεπτυσμένες. Κουζίνα υψηλής γαστρονομίας με όλη την έννοια της λέξης. Κάβα αξιοπρεπής, σέρβις άψογο. Τι άλλο να ζητήσεις από ένα εστιατόριο. Θέα; Και θέα. Παρθενώνα, Λυκαβηττό, Αστεροσκοπείο, ένα ακόμη πλήρες και ισορροπημένο πιάτο για τους οφθαλμούς, που περιλαμβάνει τα πιο ενδιαφέρονται «υλικά» της Ιστορίας. Ολα αυτά τα βρήκα στο εστιατόριο Premier (ξενοδοχείο Intercontinental, Λεωφ. Συγγρού 89-93, τηλ. 210-9206.000). Την κουζίνα ανέλαβε πρόσφατα ο μάγος της γευστικής ισορροπίας σεφ Μιχάλης Νουρλόγλου.
Θα ξεκινήσω με την περιγραφή μου με το πώς αισθανόμουν όταν έφυγα. Ευτυχισμένος! Πραγματικά ευτυχισμένος. Είναι λίγα τα εστιατόρια στον κόσμο που μου έχουν προσφέρει αυτή την αίσθηση και μετά το δείπνο. Το οποίο έκανε ντεμπούτο στον ουρανίσκο με τρία αμούς μπους (μπουκίτσες). Το πρώτο ήταν ένα λεπτό κράκερ ρυζιού πάνω στο οποίο ξεκουράζονταν ένα στρείδι και ένα μύδι, συνοδευόμενα από μια ελάχιστη όξινη σος που τόνισε τα αρώματα της θάλασσας. Το δεύτερο ήταν μαρσμέλοου από πάσιον φρουτ, μουστάρδα και τσορίθο και το τρίτο ένα τσιπ από τοπιναμπούρ που «λειτουργούσε» σαν καναπεδάκι για να φιλοξενήσει τον πουρέ της.
Και ξαφνικά το σέρβις άφησε στο τραπέζι έναν φάκελο σφραγισμένο με κόκκινο βουλοκέρι. Ηρθε ο λογαριασμός πριν μας σερβίρουν, σκέφτηκα; Νέα κόλπα του υπουργείου Οικονομικών. Ηταν φύλλα πίτας που συνόδευαν μια υπέροχη μους από άγρια χόρτα. Ακολούθησαν τα ψωμάκια και ένας μεγάλος, καλοσχηματισμένος κύλινδρος αφρού, ο οποίος ήταν χειροποίητο βούτυρο. Μεγαλειώδης ιδέα, καταληκτική υλοποίηση!
Συνέχισα το δείπνο μου με το πρώτο πιάτο από το μενού γευσιγνωσίας, καπνιστό χέλι με παντζάρι, χρένο, φρούτο του πάθους κ.ά. Αλμυρές και γλυκές, θαλασσινές και γήινες γεύσεις έρχονταν μια μια να πλεχτούν στον ουρανίσκο και αποκτούσαν ένταση και σημασία. Ακολούθησε καλαμάρι κομμένο σε μορφή ταλιατέλας, μαγειρεμένο με μίσο, λαχανικά εποχής, νεροκάρδαμο και σπόρους μουστάρδας τουρσί. Ενα πιάτο γοητευτικής ψευδαίσθησης, καθώς αισθανόμουν ότι τυλίγω στο πιρούνι μου πάστα, ενώ η γεύση από το ολόφρεσκο καλαμάρι ξεκαθάριζε στο μυαλό μου ότι τρώω θαλασσινό.
Σειρά είχαν τα κυρίως, με φιλέτο μπακαλιάρου ποσέ σε κονσομέ καραβίδας, λαχανικά όπως μπρόκολο ρομανέσκο και ξύσμα φρέσκιας καρύδας. Ζουμερό ψάρι και ζωμός με έντονα ελληνική και ελαφρώς ταϊλανδέζικη γεύση. Ακολούθησε έτερο ψάρι, στήρα, με κρούστα από φιστίκι Αιγίνης, πουρέ και ζουλιέν σελινόριζας και αφρό πράσινου μήλου. Τόσο νόστιμα και τα δύο, που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το καλύτερο.
Και κάπου στην έναρξη του γευστικού κορεσμού, το μενού ανέβηκε ακόμη περισσότερο με δύο πιάτα με κρέας. Τα οποία σερβιρισμένα φάνταζαν απλά, αλλά ήταν γευστικά βεγγαλικά! Ενα τρυφερό αρνάκι με κρούστα ψωμιού, τόσο όσο λεπτή ώστε να απορροφά την κατάλληλη ποσότητα σος στην κάθε πιρουνιά. Και ένα τρυφερό φιλέτο πάπιας με τραγανή πετσούλα, με πουρέ από πασινάκι (parsnip), μελάσα, γλυκόριζα και αχλάδι ψητό με πούδρα εσπεριδοειδών. Ενα πιάτο που αλλάζει την άποψη σε όσους δεν εκτιμούν την πάπια.