Με τα καυτά θέματα ανοιχτά και με την πλευρά των δανειστών –και ειδικότερα το ΔΝΤ –να μεταδίδει ότι είναι «πολύ νωρίς να εικοτολογούμε για το πότε θα επιτευχθεί συμφωνία», έμεινε εκκρεμής άλλη μία φάση διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους θεσμούς. Τα θέματα που παραμένουν ανοιχτά είναι και σοβαρότερα, έπειτα από ένα δεκαήμερο συζητήσεων στο Χίλτον.
Κατόπιν αυτών και ενώ στην ουσία η αξιολόγηση παραμένει στον αέρα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να επενδύει σε αυτό που ονομάζει «πολιτική διαπραγμάτευση», ενώ για την επόμενη εβδομάδα έχουν προγραμματιστεί τηλεδιασκέψεις, με την ελπίδα να υπάρξουν δυνατότητες λύσης ενόψει του Eurogroup της 20ής Μαρτίου.
Αυτό που είναι πάντως ορατό πλέον, είναι ότι η δυνάμει συμφωνία σαλαμοποιείται και σύμφωνα με κάποιες πηγές, κάτι τέτοιο δεν βολεύει την ελληνική πλευρά επειδή οι εκκρεμότητες παραμένουν όπως και οι πιέσεις των δανειστών. Παρά ταύτα, η τακτική αυτή προτάσσεται από το Μέγαρο Μαξίμου, με το σκεπτικό ότι προσφέρει μία δυνατότητα διεξόδου και αυτό καταδεικνύει τη δυσχέρεια στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική πλευρά.
ΛΙΓΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙΝΕ. Κατά τα όσα μετέφερε κυβερνητικός αξιωματούχος το απόγευμα της Πέμπτης, «είναι μικρός ο αριθμός πραγμάτων που μένουν ανοιχτά». Παρά ταύτα, από την πλευρά των δανειστών και ειδικότερα του ΔΝΤ μπήκε στον πάγο η αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης ότι μια τελική συμφωνία είναι ζήτημα ημερών. Ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις είπε σε συζήτησή του με δημοσιογράφους την Πέμπτη στην Ουάσιγκτον ότι «είναι ακόμη πολύ νωρίς να εικοτολογούμε για το πότε θα επιτευχθεί συμφωνία» και προσέθεσε ότι «απομένει ακόμα πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει».
Τα θέματα που καίνε την κυβέρνηση και από τα οποία εν τέλει εξαρτάται η δυνατότητα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης παραμένουν ανοιχτά: στα εργασιακά συμφωνία δεν υπάρχει και σύμφωνα με όσα μεταδίδουν κυβερνητικές πηγές, η Αθήνα «έχει να αντιμετωπίσει τις ιδεολογικές εμμονές του ΔΝΤ για τις ομαδικές απολύσεις και για το λοκάουτ». Σύμφωνα με πληροφορίες, το Ταμείο εμμένει στην αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10% και στη μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. «Τα εργασιακά είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα που θα μας απασχολήσει περισσότερο» ανέφερε η ίδια κυβερνητική πηγή.
Παράλληλα, στο Ασφαλιστικό οι διαφωνίες εντοπίζονται στον χρόνο κατά τον οποίο θα εφαρμοστούν οι περικοπές. «Το ΔΝΤ θέλει να εφαρμοστούν εφάπαξ το 2019 – 2020, ενώ η κυβέρνηση επιμένει να γίνει αυτό σε βάθος χρόνου. Το ύψος των περικοπών θα συζητηθεί σε υψηλότερο επίπεδο» έλεγαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο Χίλτον.
Το άλλο ανοιχτό ζήτημα που φαίνεται ότι προς το παρόν παγώνει την κυβερνητική αισιοδοξία είναι η εκκρεμότητα στο μέτωπο των μέτρων και αντιμέτρων, που έχει διαφημίσει η Αθήνα.
Η εκκρεμότητα ως προς το συγκεκριμένο θέμα που καίει την ελληνική κυβέρνηση αφορά τη λήψη μέτρων 2% του ΑΕΠ (3,6 δισ. ευρώ), που θα επιμεριστεί σε 1% από το αφορολόγητο το 2019 και 1% από τις συντάξεις το 2020. Η ελληνική πλευρά εκτιμά και επιμένει ότι θα έχει υπεραποδόσεις εσόδων και θεωρεί ότι οι περικοπές στις συντάξεις θα πρέπει να καθυστερήσουν.
Ως προς την επιδίωξη μείωσης του ΕΝΦΙΑ, οι δανειστές την απορρίπτουν και επιμένουν σε μειώσεις φόρων για τις επιχειρήσεις και στις αλλαγές για την κλίμακα των φυσικών προσώπων, που θα έχουν απτά αποτελέσματα στην ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης.
Η ΔΕΗ. Στα άλλα ζητήματα που αποτελούν αγκάθια για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης συγκαταλέγονται η ενέργεια και η θέση της ΔΕΗ στην εσωτερική αγορά. Αισιόδοξος πάντως εμφανίστηκε το πρωί της Πέμπτης ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Σταθάκης, ο οποίος επιχείρησε να υποβαθμίσει το θέμα στην τεχνική του διάσταση. Ετσι, είπε (στον Σκάι) ότι έως το 2020 το μερίδιο της ΔΕΗ θα πρέπει να μειωθεί στο 50%, όση είναι και η παραγωγή της. Διαβεβαίωσε παράλληλα ότι δεν θα υπάρξει πώληση παραγωγικών μονάδων.