Η ανοιχτή συζήτηση με θέμα το έργο του βρετανού διανοούμενου, συγγραφέα και ζωγράφου Τζον Μπέρτζερ (1926-2017), που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε ως αποτίμηση του έργου του και εξελίχθηκε σε έναν συγκινητικό φόρο τιμής. Εκεί, με τη συμμετοχή των Τομ Οβερτον (συγγραφέας, επιμελητής και ερευνητής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης) και Αντώνη Κωτίδη (καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ), οι επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να ανακαλύψουν σχέδιά του, που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο κοινό, αλλά και ποιήματα και βιβλία του. Ο διευθυντής του φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης δήλωσε: «Είναι δύσκολο να τον περιγράψει κανείς με μία λέξη, αλλά είναι κυρίως αφηγητής, storyteller, αυτό του άρεσε να λέει ότι είναι και ως αυτό θα τον θυμόμαστε. Σαν ραψωδός της ομηρικής εποχής μάζευε γύρω του ανθρώπους και τους έλεγε ιστορίες. Αυτό θα κάνουμε κι εμείς εδώ σήμερα, θα θυμηθούμε ιστορίες».
Ο Αντώνης Κωτίδης σημείωσε ότι είναι πολλοί οι χαρακτηρισμοί που μπορεί να αποδώσει κανείς στον Τζον Μπέρτζερ: ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής, ζωγράφος, φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, καταλήγοντας στο διανοούμενος. Ενας μόνο προσδιορισμός, όπως είπε, δεν είναι εύστοχος κι αυτός είναι «τεχνοκριτικός», «γιατί το να χαρακτηρίζεται έτσι περιγράφει τη σχέση του με την τέχνη τόσο λειψά, όπως να λέμε ότι οι Beatles ήταν ένα ποπ συγκρότημα για να περιγράψουμε τη σχέση τους με τη μουσική». Σημειώστε πως στην ομιλία συμμετείχε και η κόρη του Τζον Μπέρτζερ, Κάτια, που διάβασε το ποίημα του πατέρα της «28th of November 1961». Και γιατί θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει ο Τζον Μπέρτζερ περισσότερο από τους άλλους διανοούμενους καλλιτέχνες σήμερα, θα αναρωτιόταν κανείς. Κι όμως, τη βραδιά εκείνη, η εκτίμηση όλων απέναντι στο έργο του κορυφώθηκε, κυρίως γιατί είχαμε την ευκαιρία να «διασταυρώσουμε» το έργο με την έντιμη, ακλόνητη στάση ενός μεγάλου ανθρωπιστή που σε όλη του τη ζωή δεν κινήθηκε χιλιοστό εκτός των σημάνσεων της τέχνης του.

Την επόμενη μέρα, μια σπουδαία ταινία μάς περίμενε στις αίθουσες: στις «Ιστορίες που (δεν) είπε το σινεμά μας» η σκηνοθέτρια Φερνάντα Πεσόα επιχειρεί μια αναδρομή στα βραζιλιάνικα pornchanchadas της δεκαετίας του ’70. Μιλάμε δηλαδή για το πιο διαδεδομένο κινηματογραφικό είδος στη χώρα, συνδυάζοντας την ερωτική ατμόσφαιρα με τη λαϊκή απήχηση. Σοφτ τσοντίτσες θα τις έλεγε κανείς. Ομως, επειδή τα χρόνια εκείνα πολλά ήταν αυτά που δεν ακούγονταν λόγω του απολυταρχικού καθεστώτος, οι ήρωες των pornchanchadas αντάλλαζαν διαλόγους που περισσότερο θύμιζαν πολιτικό μανιφέστο! Και η σκηνοθέτρια στήνει ένα θεαματικό μοντάζ, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά υλικό από αυτά τα φιλμ για να κατασκευάσει ένα συγκλονιστικό αφήγημα. Εξαιρετικό αποδείχθηκε και το «Σαντοάγια», όπου δύο Ολλανδοί φτάνουν στο ερειπωμένο ισπανικό χωριό Σαντοάγια επιχειρώντας να ζήσουν εκεί –μαζί δηλαδή με τους άλλους κατοίκους που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εκεί όμως θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τις παραδόσεις που ακολουθεί η μόνη εναπομείνασα οικογένεια της περιοχής. Η εξαφάνιση του ενός αλλάζει τον όποιο ελεγειακό τόνο, μετατρέποντας το φιλμ σε αιχμηρό θρίλερ. Την ίδια στιγμή, η Φλώρα Πρησιμιντζή στο «Πίσω δεν γυρνάω» προσπαθεί ν’ αναδείξει τις ομοιότητες των ιστορικών γεγονότων μεταξύ του Προσφυγικού όπως το έζησε η Ελλάδα το 1923 και όπως το ζει τώρα, μέσα από το δράμα των σύρων προσφύγων. Και το κάνει δίχως να προσφέρει μασημένη τροφή, δίχως να διαθέτει κάποια ακλόνητη, αλαζονική βεβαιότητα για το μήνυμά της, παραθέτοντας μέσω αρχειακού υλικού, συνεντεύξεων αλλά και ενός εξαίσιου μοντάζ τροφή για σκέψη. Είναι μια ταινία που «δουλεύεις» διαρκώς στο κεφάλι σου, που προβάλλεις μέσα σου πολύ μετά τους τίτλους τέλους. Αληθινό ντοκιμαντέρ δηλαδή!