Αν η Κατίνα Δημητρίου Ψαριανού δεν είχε διανοηθεί να γράψει ένα βιβλίο σε περίπτωση που δεν είχε ζήσει τα χρόνια του πολέμου του ’40, της Κατοχής και του Εμφυλίου, δεν σημαίνει ότι η πολυσέλιδη μαρτυρία της «Ας ζήσει και κανένας» δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας έμπειρης συγγραφής –τόσο πιο πολύτιμης καθώς η ίδια δεν «εκμεταλλεύτηκε» το αφηγηματικό της τάλαντο προεκτείνοντάς το σε περιοχές που της ήταν άγνωστες. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας έχουν εξομολογητικό και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Αλλωστε η άμεση –όχι όμως και ακατέργαστη –έκφραση ενός βιώματος σχεδόν αποκλειστικά μπορεί να βάζει τα πράγματα σε τάξη, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι πολλά και μπερδεμένα. Με τον αριθμό των προσώπων που εμπλέκονται και αναπόφευκτα μεγαλώνει συνεχώς, αντί να κάνει το κουβάρι των εξιστορούμενων αναμνήσεων να πυκνώνει, προκαλώντας σύγχυση, ξεκαθαρίζει τόσο τον ιστορικό και κοινωνικό ορίζοντα όσο και τα ιδιωτικά περιβάλλοντα –αν και πρόκειται για εποχές κατά τις οποίες δημόσιο και ιδιωτικό σχεδόν ταυτίζονταν, γι’ αυτό και η ιστορία αποκτούσε τα χαρακτηριστικά ενός αξεπέραστου έπους.
Μαζί με όσα πολύτιμα προσφέρει η ανάγνωση της μαρτυρίας της Κατίνας Δημητρίου Ψαριανού «Ας ζήσει και κανένας», δεν είναι ασφαλώς το στοιχείο με τη μικρότερη σημασία μια εντελώς ιδιαίτερη αίσθηση ταπεινότητας, που έχει ως αποτέλεσμα ένα εκφραστικό όργανο αιχμηρό, καίριο και ακριβές, όπως αυτό που θα χρησιμοποιούνταν προκειμένου να αναπαρασταθεί μια συνήθως τρέχουσα καθημερινότητα. Εστω και αν το βιβλίο, όπως τουλάχιστον το συνοψίζει στο οπισθόφυλλο ο γιος της συγγραφέως Γρηγόρης Ψαριανός, «είναι η ιστορία μιας κοπέλας που έζησε τον αγώνα, τον πόλεμο –εμφύλιο μάλιστα -, τη φρίκη, τον τρόμο, τον θάνατο, όπως τα έζησαν χιλιάδες άλλα κορίτσια και αγόρια, με τα όπλα στα βουνά αντί με τα βιβλία τους στο σχολείο… και τα πιο πολλά χάθηκαν».
Αν και πρόκειται δηλαδή για γνωστά ή σχετικώς άγνωστα περιστατικά, η ανάγνωσή τους τα μεταβάλλει σε κάτι χειροπιαστό για μας, επειδή βιώθηκαν με έναν τρόπο σιωπηλό, εχέμυθο, αδιαμαρτύρητα, καθόλου ωστόσο μοιρολατρικό. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει όσους διέσχισαν ως νέοι τη διακεκαυμένη δεκαετία του ’40, με όποιες εκ των υστέρων μελετημένες ιστορικές παραμέτρους θα ήθελαν να τους εμφανίσουν ως ενεργούμενα, να αποκτούν στην πραγματικότητα το μέγεθος ενός αληθινού ήρωα. Να το πολύτιμο μάθημα του βιβλίου της Κατίνας Δημητρίου Ψαριανού –μη μας φοβίζει η λέξη «μάθημα» αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση συνάδει απόλυτα με ένα υψηλής αισθητικής και ηθικής τάξεως αποτέλεσμα. Οταν έχεις ζήσει κάτι πραγματικά μεγάλο και νιώθεις την ανάγκη να το μορφοποιήσεις με λέξεις, να το εκφράσεις περιγράφοντάς το, αυτόματα γίνεσαι ταπεινός γιατί αισθάνεσαι τη ζωή να σε ξεπερνά. Δεν θέλεις να υποτιμήσεις τη ζωή με την ασέβεια ή με την προπέτεια. Γίνεσαι ασεβής και προπετής όταν θεωρείς ότι μπορείς να τιθασεύσεις τη ζωή και να την εκφράσεις στην ολότητά της, επειδή συμβαίνει να διαθέτεις ένα τάλαντο, αν και δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να τη φέρνεις στα μέτρα σου.
Παρά το γεγονός –όπως γράφεται επίσης στο οπισθόφυλλο –ότι η αφήγηση της Κατίνας Δημητρίου Ψαριανού δεν έχει καμιά φιλοδοξία, ούτε ιστορικά επιστημονική ούτε λογοτεχνική, θα τολμούσε να βεβαιώσει κανείς πως το βιβλίο της «Ας ζήσει και κανένας» είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, χάρη στο ανεπιτήδευτο ύφος του, και η ιστορία και η λογοτεχνία μπορεί να λογαριαστούν ως περιοχές εξαιρετικά ανανεούμενες χάρη σε ένα υλικό που δεν είχε καμιά πρόθεση να τους προσθέσει το παραμικρό. Αφού όσες επαναλήψεις, πλατειασμούς ή άκαιρες και αχρείαστες διευκρινίσεις και αν επισημαίνει κανείς, τις παρακολουθεί ως τον μοναδικό τρόπο γραφής που θα μπορούσε να επιλέξει η συγγραφέας, ότι δηλαδή δεν υπάρχει άλλος βηματισμός παρά ο δικός της. Καθώς ένα ύφος που δεν θα ανάβλυζε αυθόρμητα, όπως γίνεται τώρα, θα ήταν αδύνατον να συνταιριάξει ένα σκηνικό πολέμου με Ιταλούς, Γερμανούς, έντρομους χωριάτες, δωσίλογους, αντάρτες, καμένα σπίτια, σε μια έκταση που την ορίζουν Αράχοβα, Αντίκυρα, Πολύδροσο, Δομοκός, Αγόριανη, Λαμία, Σουβάλα, με μια φύση που θα έλεγες ότι παραμένει απείραχτη παρά τα όσα συμβαίνουν και με τους ανθρώπους να διατηρούν ανάμεσά τους δεσμούς όπως αυτοί των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας.
Αδυνατεί να μη σκεφτεί κανείς πως ό,τι έχει υπάρξει ως αγωνία ή ως στοχασμός διατυπωμένος έγκυρα κάποια στιγμή χάρη στην εκφραστική του αμεσότητα, έχει πάντα ως αφετηρία μια εμπειρία ζωής οπουδήποτε και αν έχει συντελεστεί και οσοδήποτε άγνωστη και αν έχει παραμείνει για το συλλογικό υποσυνείδητο. Θα ήταν αδύνατο για τον Νίκο Καζαντζάκη να φανταστεί, όταν έγραφε στον Παντελή Πρεβελάκη πως «είναι επιτακτικό μας καθήκον να ανακαλύψουμε τη μεταφυσική προοπτική του κομμουνισμού», ότι η σχετική προτροπή του θα πραγματοποιούνταν στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη, όταν μια οικογένεια ανταρτών που είχαν κάψει το σπίτι τους οι Γερμανοί έμενε σε ένα ξωκκλήσι. «Στο ιερό μέσα, σε ένα μανουάλι είχαμε κρεμασμένα κάνα δυο τουφέκια, κάτι πιστόλια, κάτι αντάρτικες φωτογραφίες, σε καραβάνες μέσα να μην υγραίνονται, και κάτι ρούχα. Μέναμε εκεί ο πατέρας μου, η Ασημούλα, η Ντίτα, εγώ, η Λούλα, ο Ασημάκης και η μάνα. Μπροστά στο ιερό είχαμε στρώσει λατσούδες από τα έλατα, και εκεί απάνω είχαμε στρώσει κάτι παλιά ρούχα, ό,τι είχαμε, και εκεί πάνω κοιμόμασταν στρωματσάδα. Ο Μήτσος, πότε στα Δερβενοχώρια, πότε στη Ρούμελη, Ευρυτανία, Μικρό Χωριό, εκείθε τα αντάρτικα».
Οσο σεβασμό και αν έχει κανείς για τη μαρτυρία του Αγγελου Τερζάκη «Ελληνική Εποποιία» που την τεκμηριώνει, μαζί με ένα πλήθος άλλων στοιχείων, με πολεμικά ανακοινωθέντα και με διαγγέλματα των χρόνων της Κατοχής, ενσωματωμένα όλα σε μια λυρική αφηγηματική εξιστόρηση, δεν μπορεί παρά τον ίδιο ακριβώς σεβασμό να διατηρεί για τη μαρτυρία της Κατίνας Δημητρίου Ψαριανού. Εστω και αν στη δεύτερη τον πόλεμο τον γνωρίζεις σαν μια περίπου οικογενειακή υπόθεση και ότι αν ήρθανε οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στην Ελλάδα ήταν για να πλιατσικολογήσουν στα χωριά της ή γιατί ήθελαν να κάνουν δικές τους τις κότες ενός χωριατόσπιτου. Είναι κυρίως αυτή η απουσία θυμού, οργής ή μιας εξεγερμένης διάθεσης, με το ψευδεπίγραφό τους όταν ενσωματώνονται εκ των υστέρων σε εξόχως δραματικά γεγονότα, που κάνει το «Ας ζήσει και κανένας» να μεταφέρει ατόφιες τις συγκινήσεις, είτε δημόσιου είτε ιδιωτικού δικαίου είναι αυτές. Με τον συγκερασμό του ιδιωτικού με το δημόσιο, του προσωπικού με το ιστορικό, χωρίς να εξισώνεται η σημασία των γεγονότων, να κάνει το θνησιγενές να αποκτά την ίδια προοπτική με το προορισμένο να μην ξεχαστεί, και με όση ευκρίνεια καταχωρίζεται μέσα σου η πρωτοσέλιδη είδηση της ημερήσιας εθνικής εφημερίδας «Εμπρός», στις 22 Ιουνίου του 1949, «Εξοντώθη εις Ρούμελην ο κόκκινος λύκος, ο αιμοβόρος Διαμαντής, αρχισυμμορίτης με βαθμόν “υποστρατήγου”», με την ίδια ίσως και περισσότερη να απομνημονεύεις τη φιλάνθρωπη συμπεριφορά ενός ιταλού στρατιωτικού.