Διαβάζω συχνά και απορώ και εξίσταμαι ότι θα διδαχθούν επί σκηνής αρχαία δράματα και θα παίξουν τους ανδρικούς ρόλους γυναίκες! Πού είναι καταρχάς και κατ’ αρχήν το πρόβλημα; Στην αρχαιότητα, λόγω της θέσεως που είχε η γυναίκα μέσα στην πόλιν (και αναφέρομαι στην Αθήνα, αφού στην κλασική περίοδο που άνθησε, αφού γεννήθηκε, η τραγική ποίηση, μόνο εκεί παίχτηκαν οι τραγωδίες έως περίπου τα τέλη του πέμπτου αιώνα, όταν ο Ευριπίδης κατέφυγε στην Πέλλα της Μακεδονίας –εκεί γράφτηκαν π.χ. οι «Βάκχες»). Οι γυναίκες ζούσαν μέσα στον γυναικωνίτη και έβγαιναν στην Αγορά μόνο στα Μεγάλα Παναθήναια και στα Θεσμοφόρια. Βέβαια, έβλεπαν τραγωδίες στο πάνω μέρος του αμφιθεάτρου μαζί με τους δούλους –απέναντι από το θεολογείον, το σκηνικό της στέγης του οικήματος, όπου η μηχανή ακουμπούσε τους θεούς κατά τις θεοφάνιες. Γυναίκες υποκριτές δεν αναφέρονται σχεδόν έως την εποχή ακόμη και του ελισαβετιανού θεάτρου. Οι Οφηλίες, οι Λαίδες Μάκβεθ, οι Δυσδεμόνες, οι Ολίβιες, οι Τιτάνιες και οι Βιόλες, οι Γερτρούδες και οι Ιμογένες παίχτηκαν από άνδρες, συχνά από ευνουχισμένα αγόρια, τους καστράτους.

Οι αστικές δυτικές κοινωνίες έφεραν τις γυναίκες ως ηθοποιούς στη σκηνή. Τι σημαίνει λοιπόν το γεγονός ότι π.χ. την Ιοκάστη, την Κλυταιμνήστρα την υποδύθηκε στην εποχή τού Σοφοκλή άνδρας ηθοποιός;

Σε μια παλιά μου εισήγηση στους Δελφούς, όταν είχαμε την πολυτέλεια και τη χαρά στα κατά διετία συμπόσια αρχαίου δράματος να ανταλλάσσουμε απόψεις με φιλολόγους, μεταφραστές, θεατρολόγους, κριτικούς, δραματολόγους και σκηνοθέτες πάνω στα ανεξάντλητα προβλήματα που θέτουν τα αρχαία ποιητικά έργα για τη σκηνή σήμερα, είχα αναφερθεί στην υπόθεση πως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης αλλά και ο Αριστοφάνης έγραφαν Κλυταιμνήστρα, Αντιγόνη, Αγαύη, Λυσιστράτη γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι τον ρόλο θα τον υποδυθεί άνδρας ηθοποιός. Είχα λοιπόν τότε, έχοντας και την εμπειρία είκοσι μεταφράσεών μου και των τριών τραγικών και του Αριστοφάνη, δείξει με παραδείγματα ότι οι γυναικείοι ρόλοι του αρχαίου δραματολογίου δεν έχουν τίποτε από τα γυναικεία χαρακτηριστικά μιας τυπικά γυναικείας ηθολογικής συμπεριφοράς. Και όταν αναφέρομαι σε τυπικά γυναικεία συμπεριφορά, παραπέμπω στις πληροφορίες για τη μόδα, το γλωσσικό ιδίωμα, το κάμωμα, τη χαριτωμενιά, τους ακκισμούς, τη στρογγυλή κίνηση και, ακόμη, την ερωτική πρόκληση, τέλος πάντων την έκδηλη θηλυκότητα που γνωρίζουμε από το αστικό δράμα, αλλά και τις απεικονίσεις, διαταξικές, γυναικείων τύπων στους πίνακες ζωγραφικής και στη γλυπτική και την ανθολόγηση περιγραφών γυναικείων συμπεριφορών από τη ρεαλιστική και την ποιητική λογοτεχνία.

Γι’ αυτό συνήθως λέμε πως άνδρες και γυναίκες στο αρχαίο δράμα δεν είναι χαρακτήρες, αλλά μορφές. Μια Ιφιγένεια, μια Ηλέκτρα, μια Κασσάνδρα, μια Ανδρομάχη δεν είναι ποτέ ούτε τσαχπίνες ούτε χαδιάρες ούτε προκλητικές ούτε ωραιοπαθείς ούτε τρυφερές ούτε προβάλλουν τον ερωτισμό ή την παρθενία τους, την αιδώ ή τη φιληδονία τους.

Θα έλεγα πως άλλο είναι το αριστοτελικό «ήθος» του αναλυτικού ορισμού των συστατικών μερών ποιότητας της τραγωδίας και άλλο ο αστικός χαρακτήρας των φύλων. Δεν ακούμε και δεν διαβάζουμε πουθενά στα τραγικά και στα αριστοφανικά κείμενα αν οι γυναίκες π.χ. είναι αδύνατες ή παχιές, αν έχουν βουλιμικά σύνδρομα, περιπέτειες με τις εκρύσεις τους, αρρώστιες που τις έχουν σημαδέψει, προτιμήσεις, γούστα για την ενδυμασία, το φαγητό, τα ενδιαφέροντα του βίου, αν φέρουν κληρονομικά βάρη, το ίδιο και οι άνδρες.

Ο Οιδίπους, κυριολεκτικά πρησκοπόδης, αγνοεί μέχρι το φινάλε της τραγωδίας ή τουλάχιστον δεν αναφέρεται στην αναπηρία του έως την αποκάλυψη από τον βοσκό που τον είχε σώσει όταν τον βρήκε με τρυπημένα πόδια κρεμασμένο στον Κιθαιρώνα.

Ο Κιμούλης, που έφερε στη σκηνή από την πρώτη του εμφάνιση έναν παραπαίοντα με πρησμένα πόδια Οιδίποδα, υπονόησε πως ήξερε ότι είναι ανάπηρος, αλλά αγνοούσε εξαιτίας τίνος γεγονότος και με αίτιους ποιους.

Οταν λοιπόν διαβάζω πως σημερινοί δάσκαλοι ηθοποιών θα διδάξουν τους μαθητές τους «Οιδίποδα» και θα υποδυθούν και γυναίκες εναλλακτικά τον «ανίδεο» πλάνητα, σκέφτομαι πως οι γυναίκες θα υποδυθούν τον αιμομίκτη και πατροκτόνο άνδρα ο οποίος όμως δεν έχει τίποτα ως χαρακτήρας, ως μορφή από καμιά γυναικεία ιδιοσυγκρασιακή ιδιότητα (βλέπε και το φροϊδικό οιδιπόδειο σύνδρομο) –αλλά σε μια διανομή όπου η γυναίκα θα υποδυθεί τον Οιδίποδα (στην αρχαιότητα θα φορούσε προσωπείο) θα πρέπει να συμπεριφέρεται και να είναι άνδρας.

Οι αρχαίοι για λόγους κοινωνικούς και μόνο απέκλεισαν τις γυναίκες από τη θεατρική τέχνη. Αρα οι άνδρες διδάσκονταν και ασκούνταν να υποδύονται γυναικείους ψυχισμούς αλλά με τους περιορισμούς που προανέφερα. Εμεναν στο ήθος και όχι στα καμώματα και δεν ήταν, υποδυόμενοι τις γυναίκες, θηλυπρεπείς άνδρες.

Κι εδώ στον τόπο μας, όταν έπαιξαν γυναικείους ρόλους θηλυπρεπείς (Ροζάριον, αδελφοί Μάνου) ήταν για κλάματα, αντίθετα ο Καρακατσάνης, ο Μπέζος, ο Χαραλαμπόπουλος (Αριστοφάνη) και ο Κιμούλης («Μήδεια») και ο μεγάλος Ιάπωνας Ο’Χίρα («Μήδεια» επίσης) δεν υποδύθηκαν νατουραλιστικά τη θηλυκότητα, αλλά ή τη σατίρισαν (Αριστοφάνης) ή έδειξαν το αντλεριανό animus δίπλα στο anima των γυναικείων ρόλων.

Δεν έχω καταρχήν καμία αντίρρηση να παίζουν γυναίκες ανδρικούς ρόλους και άνδρες γυναικείους, αλλά πιστεύω πως ο σκοπός είναι βαθύτερος και ανθρωπολογικά πιο σημαντικός από τη φιλοδοξία μια γυναίκα να παίξει Αμλετ ή Οιδίποδα και ένας άνδρας να παίξει Εντα Γκάμπλερ ή Αγαύη.

Σκοπός, πιστεύω, πρέπει να είναι η διά της σκηνής κατάδυση στα έγκατα και όπως ο Αντλερ να ερευνήσουμε κατά πόσο το πρόσωπο που παριστάνουμε προβάλλει με τις πράξεις του, αν είναι γυναίκα, τη γυναικεία ή την αρσενική φύτρα του εαυτού της ή, όταν είναι άντρας, την αρσενική ή τη θηλυκή μαγιά.

Αυτό όμως που αναδύεται στη σκηνή θα πρέπει να αποφορτιστεί από την κοινωνική περιστασιακή εικόνα του άντρα και της γυναίκας που νόμοι, θρησκείες, μόδες, ταξικές συνήθειες και εκπαίδευση προβάλλουν ως τάχα μου τυπικό μοντέλο γυναίκας ή άνδρα.

Οχι, γυναίκα – γυναίκα δεν μπορεί να παίξει και να πείσει ως Οιδίπους. Ο Οιδίπους αγαπήθηκε βαθιά από την Ιοκάστη (ερήμην της ηλικίας) και έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά!

Αλήθεια, θα ανεχόσαστε έναν Ηρακλή ή έναν Αγαμέμνονα (πλην της Κλυταιμνήστρας, εραστής της Χρυσηίδας, της Βρισηίδας και της Κασσάνδρας) να παίζονται από ακκιζόμενα θηλυκά;

Αν το φαντάζεται κανείς, ιδού η Ρόδος, ας γράψει ένα νέο έργο με Ηρακλή θηλυπρεπή και Αγαμέμνονα δανδή και αμφίφυλο. Καμιά αντίρρηση. Αλλά ας αφήσουμε ήσυχο τον Σοφοκλή που δεν υπέγραψε ποτέ συμβόλαιο με βαμπ ή σταρ της εποχής του για να υποδυθεί τον Αίαντα, τον Κρέοντα και τον Οιδίποδα. Αντίθετα, γράφοντας ήξερε πως αυτούς τους τραγικούς ήρωες θα τους παίξουν άνδρες και άνδρες θα παίξουν στις ίδιες τραγωδίες αλλάζοντας προσωπεία –Τέκμησσα, Αντιγόνη και Ιοκάστη. Με κύριο μέλημα εκατέρωθεν να συλλάβουν το πατριαρχικό και το μητριαρχικό μοντέλο, δηλαδή το Είναι και όχι τα φαινόμενα.