Στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ενωση οι ελλείψεις των αγαθών ήταν τέτοιες ώστε ο μέσος πολίτης είχε στο καθημερινό του πρόγραμμα την αναμονή στην ουρά. Σχολνώντας από την εργασία του, σχετικά ξεκούραστος –«το κράτος παριστάνει ότι μάς πληρώνει κι εμείς παριστάνουμε πως δουλεύουμε» –στηνόταν μαζί με δεκάδες, μαζί με εκατοντάδες άλλους μπροστά σε ένα παντοπωλείο, σε ένα κατάστημα έπειτα ρουχισμού, στο τέλος σ’ ένα φαρμακείο για να προμηθευτεί όχι αποκλειστικά είδη πρώτης ανάγκης αλλά και προϊόντα που όταν θα του έλειπαν δεν θα τα έβρισκε. Στη Μόσχα, τον χειμώνα του 1990, παρατηρούνταν υπερεπάρκεια σε πιατέλες και σε γαλότσες. Οι ντόπιοι αγόραζαν, στόκαραν σερβίτσια και λαστιχένιες μπότες για να καλύψουν τις ανάγκες μιας ζωής –«μπορεί και να περάσουν δεκαετίες μέχρι να ξαναεμφανιστούν στην αγορά…» έλεγαν μη προβλέποντας ότι –ενάμιση χρόνο αργότερα –η χώρα τους θα διαλυόταν.
Τους έβλεπα να βαδίζουν σημειωτόν σχεδόν μέσα στο χιόνι, να κυκλώνουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και απορούσα γιατί δεν εξεγείρονται. Πώς είναι δυνατόν να ανέχονται ένα σύστημα τόσο στρεβλό; Εάν αντί να ξεροσταλιάζουν με τις ώρες, επιτίθεντο στα κυβερνητικά κτίρια, μπούκαραν στις μπεριόζκες –που πούλαγαν και του πουλιού το γάλα, μόνο με ξένο όμως συνάλλαγμα -, το καθεστώς θα κατέρρεε εντός ωρών. Οσοι πραιτοριανοί και αν επιστρατευτούν τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει –το διδάσκει η Ιστορία –τη λαϊκή οργή.
«Μη σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι…», μου έλεγε ένας ρώσος φίλος, αντιφρονών πλην ρεαλιστής. «Ο κόσμος δεν περνάει και τόσο τραγικά στις ουρές. Εκεί κουτσομπολεύει, εκεί αστειεύεται, εκεί φλερτάρει –ξέρεις πόσοι έρωτες έχουν εν τη γενέσει τους καθρεφτιστεί στις μισοάδειες μας βιτρίνες; Η άλλη όψη αυτού που εσύ αποκαλείς αδράνεια, παθητικότητα, είναι η χαρά της ζωής. Η χαρά της ζωής φυτρώνει και εκεί –ή κυρίως εκεί –που δεν τη σπέρνεις».
Τηρώντας τις αναγκαίες αναλογίες, παρατηρώ την κοινωνική επικαιρότητα στην Ελλάδα του 2017. Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί να αδημονούν πότε θα βγούμε στις αγορές. Πότε θα κλείσει έστω η αξιολόγηση. Παρακολουθούν τηλεπαιχνίδια, ποδόσφαιρο, αμερικάνικα σίριαλ, συζητούν για εκδόσεις, εκθέσεις, μπαινοβγαίνουν στους κινηματογράφους και στα γυμναστήρια, αξιοποιούν εκπτωτικά πακέτα. Οι μισθοί μειώνονται, οι ασφαλιστικές εισφορές –για μια σύνταξη που Κύριος οίδε εάν θα λάβουμε ποτέ –μάς σφίγγουν από τον λαιμό. Κι ωστόσο εμείς, μετρώντας και ξαναμετρώντας τα ψιλά μας, καθόμαστε στα τραπεζάκια της πλατείας και παραγγέλνουμε ποτά. Προγραμματίζουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
Αποστρέφουμε το βλέμμα από τους συμπολίτες μας που υποφέρουν περισσότερο; Τους άστεγους; Τους τρεφόμενους στα συσσίτια; Ισως να τους συνδράμουμε διακριτικά. Οσοι πάντως ωρύονται για λογαριασμό τους, όσοι κάνουν σημαία τους την απόλυτη φτώχεια, σε ιδιοτελή κατά κανόνα οφέλη αποσκοπούν. Σε τηλεθέαση. Σε likes. Σε ψήφους. Ας μην ξεχνάμε ότι η Χρυσή Αυγή ξέφυγε από το πολιτικό περιθώριο σπεκουλάροντας στην εξαθλίωση. Χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα για τα θύματα των Μνημονίων.
Εχουμε συνεπώς συμφιλιωθεί με την παρακμή; Εχουμε μάθει –εφτά χρόνια μετά τη χρεοκοπία του κράτους μας –να ζούμε σε μια χώρα η οποία δεν προσδοκά τίποτα εντυπωσιακό, δεν επενδύει σε κανένα συλλογικό όραμα, γελάει πικρά με τις ακάλυπτες επιταγές της πρώτης φοράς Αριστεράς, δυσπιστεί παράλληλα κι απέναντι στην προοπτική των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων; Σουρνόμαστε εν ολίγοις, ροκανίζουμε απλώς τον χρόνο;
Ρωτήστε έναν ερωτευμένο εάν σούρνεται. Ρωτήστε έναν καλλιτέχνη σε δημιουργικό πυρετό. Κοιτάξτε τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2010 –έτος Καστελλόριζου –και σήμερα πηγαίνουν στην πρώτη δημοτικού, ανακαλύπτουν τα γράμματα και τον κόσμο, ενθουσιάζονται διαρκώς παρά τη μόνιμη καντήφλα των γονιών τους.
Κάτω από την παγωμένη κρούστα της αδράνειας υπάρχει λάβα που κοχλάζει. Παίρνει μορφή και σχήμα ένα μέλλον το οποίο δεν χωράει στα πάνελ των καναλιών, στις διακηρύξεις των κομμάτων, στις αναλύσεις των κάθε λογής διανοουμένων.
Καινούργιος άνεμος θα φυσήξει από εκεί που δεν το περιμένουμε. Για να φουσκώσουν τα πανιά μας ένα αρκεί: Να μην έχουμε στερηθεί την ικανότητα να χαιρόμαστε. Να μην έχει η ψυχή μας ξεραθεί.
Οσοι –στα άχαρα χρόνια μας –καταφέρνουν να βρίσκουν το μεγάλο μέσα στα μικρά εκείνοι θα καβαλήσουν το κύμα της επόμενης μέρας.