Συνέβη την περασμένη εβδομάδα, για πολλοστή φορά μέσα στα τελευταία χρόνια. Πήγα σε ένα συνοικιακό κατάστημα με τοπικά προϊόντα το οποίο είχα να επισκεφθώ από το καλοκαίρι και βρέθηκα αντιμέτωπη με τη συνηθισμένη εικόνα. Κατεβασμένα ρολά, κάποιοι φάκελοι και λογαριασμοί σφηνωμένοι ανάμεσα στα σίδερα, κάμποσα διαφημιστικά φυλλάδια μαζί με άδεια κουτάκια από αναψυκτικά και χάρτινα ποτήρια του καφέ πεταμένα μπροστά στην είσοδο. Από νοσηρή περιέργεια να επιβεβαιώσω το ήδη επιβεβαιωμένο, προσπάθησα να κοιτάξω μέσα από τη βιτρίνα. Τα άδεια πλέον ράφια εκεί που τα θυμόμουν και τα σημάδια στο πάτωμα εκεί όπου κάποτε ήταν τα ψυγεία και οι καταψύκτες. Σήκωσα το κεφάλι. Πάνω από την πόρτα υπήρχε ακόμη η επιγραφή του μαγαζιού. Μόνο που από την επικύρωση της παράδοσής του είχε ξεκολλήσει το τελευταίο ψηφίο. Και έμενε το σουρεαλιστικό «έτος ιδρύσεως 195». Αν είχα κέφια θα σκαρφάλωνα και θα συμπλήρωνα «π.Χ.». Αλλά δεν είχα.
Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια της κρίσης, τότε που τρία – τέσσερα κλειστά μαγαζιά στον ίδιο δρόμο και σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους αποτελούσαν θέμα. Σε κάποιες περιοχές μάλιστα –Ερμού και Κολωνάκι αν θυμάμαι καλά –θα αναλάμβαναν σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών να διακοσμήσουν τις άδειες βιτρίνες. Ούτε ξέρω αν ποτέ έγινε. Αυτό που ξέρω είναι ότι πλέον τα κλειστά μαγαζιά, σε πολλές περιοχές, είναι περισσότερα από τα ανοιχτά. Τα συνηθίσαμε αφού εντάχθηκαν στο αστικό τοπίο. Εγιναν οι τρύπες του. Και για να μιλήσω με το σλόγκαν της εποχής «Εχω προλάβει τη Σταδίου με βιτρίνες. Θα σέβεστε».