Η κυβέρνηση είχε δύο επιλογές. Είτε να ισοπεδώσει το αφορολόγητο κάτω από τα 5.000 ευρώ, καθιερώνοντας έναν σχετικά χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή κοντά στο 15% για να βγαίνουν τα νούμερα του ΔΝΤ, είτε να αποδεχθεί την πρόταση των δανειστών για αφορολόγητο στα 5.900 ευρώ με πρώτο συντελεστή 22%. Επιλέγει, σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητική πηγή, το δεύτερο.
Κάπως έτσι, έχει μπει ήδη το νερό στο αυλάκι για παρακράτηση φόρου 220 ευρώ για κάθε χιλιάρικο ετήσιων αποδοχών πάνω από τα 5.900 ευρώ στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια και το αγκάθι του αφορολογήτου θεωρείται πως έχει φύγει από τη μέση της επιδιωκόμενης συμφωνίας. Ο φόρος εισοδήματος σύντομα θα αποτελεί εφιάλτη ακόμα και για όσους αμείβονται με 500 ευρώ τον μήνα.
Η συμφωνία όμως δεν έχει κλείσει. Το αφορολόγητο ήταν μόνο ένα αγκάθι και δυστυχώς όχι το μεγαλύτερο.
Οι επικεφαλής του κουαρτέτου αναχώρησαν δίνοντας ραντεβού για τηλεδιασκέψεις με το οικονομικό επιτελείο την ερχόμενη εβδομάδα, αλλά το τοπίο παραμένει θολό. Δύο κόκκινες γραμμές και μια ξεκάθαρη πολιτική θεώρηση είναι αυτές που φέρονται να στέκονται εμπόδιο.
«Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε στα εργασιακά ούτε στον ξαφνικό θάνατο των συντάξεων» διαμηνύει μέσω των «ΝΕΩΝ» κυβερνητική πηγή, ενώ πρόσωπο με γνώση όσων διημείφθησαν στις αίθουσες του Χίλτον αποκαλύπτει ότι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος αρκετές φορές έφτασε στα πολιτικά όριά του τονίζοντας ότι «δεν θα γίνω ο αποδιοπομπαίος τράγος», κάθε φορά που το ΔΝΤ έβγαζε στο προσκήνιο «τις ιδεολογικές εμμονές του».
Κατά τις εκτιμήσεις ορισμένων οικονομικών παρατηρητών, αν δεν ήταν ο Τσακαλώτος επικεφαλής της διαπραγμάτευσης, ενδεχομένως να είχε κλείσει ήδη. «Το Μαξίμου είχε δώσει τα μηνύματα ότι θα ήθελε να έχει κλείσει χθες» μεταφέρει η ίδια πηγή.
Κλείσιμο της συμφωνίας όμως στην παρούσα φάση θα σήμαινε αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10%, μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αφαίρεση από τις τσέπες των συνταξιούχων 1,8 δισ. ευρώ μέσα σε μια χρονιά. Το ΔΝΤ δεν έκανε πίσω σε καμία από τις απαιτήσεις του.
Κινδυνεύουν και οι συντάξεις
Το κουαρτέτο ήρθε στην Αθήνα μεταφέροντας την απαίτηση για λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων 2% του ΑΕΠ τη διετία 2019-20. Μετά το πρόγραμμα. Με την ίδια απαίτηση έφυγε, αλλά οι πληροφορίες αναφέρουν πως στο μεταξύ οι δύο πλευρές βρέθηκαν πιο κοντά. Η κυβέρνηση επιχείρησε να κατεβάσει τον λογαριασμό των μέτρων από τα 3,6 δισ. ευρώ, έστω και ένα δέκατο του ΑΕΠ χαμηλότερα. Σημειολογικά έχει αξία. Και δημοσιονομικά. Αλλο 2% του ΑΕΠ, άλλο 1,9%. Η μεταξύ τους απόσταση είναι 180 εκατ. ευρώ. Το ΔΝΤ δεν δέχτηκε να κάνει την έκπτωση.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τελικά υπάρχει αρχική συμφωνία για αύξηση εσόδων 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) από τη μείωση του αφορολογήτου και 1% του ΑΕΠ (επιπλέον 1,8 δισ. ευρώ) από τη μείωση των συντάξεων. Αυτό που δεν έχει δεχθεί μέχρι σήμερα η κυβέρνηση είναι η μείωση των συντάξεων να γίνει μέσα σε μία χρονιά και σύμφωνα με πληροφορίες η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου είπε στο κουαρτέτο ότι σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει γίνει τέτοιου μεγέθους μείωση των συντάξεων μια κι έξω. Η Ντέλια Βελκουλέσκου δεν φάνηκε να συγκινείται.
Το επαπειλούμενο σοκ για την κυβέρνηση και τους συνταξιούχους είναι τεράστιο. Οπως εκτιμούν ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, η κατάργηση των προσωπικών διαφορών δεν φτάνει για να καλύψει το μέγεθος των εξοικονομήσεων που απαιτούν οι δανειστές.
Εκτιμάται ότι ακόμα και αν εξαφανίζονταν οι προσωπικές διαφορές στο σύνολο των συνταξιούχων χωρίς εξαιρέσεις, δηλαδή ακόμα και για όσους λαμβάνουν συντάξεις χαμηλότερες των 600 ευρώ όπως επιδίωκε η κυβέρνηση, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η κατάργηση των προσωπικών διαφορών για όλους τους συνταξιούχους συνεπάγεται μειώσεις από 7% έως και 30% και οδηγεί, σύμφωνα με πληροφορίες, σε εξοικονόμηση δαπανών 1,4 δισ. ευρώ. Για να φτάσουμε στα 1,8 δισ. ευρώ, η διαφορά των 400 εκατ. απαιτεί το μαχαίρι να μπει ακόμα πιο βαθιά και οι περικοπές στις υψηλές συντάξεις να αγγίξουν ακόμα και το 40%.
Το πολιτικό ερώτημα προκύπτει αβίαστα: ποιος υπουργός θα βάλει την υπογραφή του σε ένα τέτοιο νομοσχέδιο και ποια Κοινοβουλευτική Ομάδα θα υπερψηφίσει την ισοπέδωση των συντάξεων, αν τα ανταλλάγματα δεν είναι τέτοιου μεγέθους ώστε να καλύπτουν –έστω με φύλλο συκής –μια κυβέρνηση, η οποία μέχρι πρότινος έλεγε κατηγορηματικά όχι στην προνομοθέτηση μέτρων για τα χρόνια που ακολουθούν τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Η μείωση των συντάξεων θα πρέπει, κατά την απαίτηση των δανειστών, να εφαρμοστεί μια κι έξω το 2020.
Μακροβούτι με υπογραφή
Για τη μείωση του αφορολογήτου, η κυβέρνηση έχει κάνει παζάρι. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ήταν πράγματι ο υπουργός εκείνος ο οποίος έναν χρόνο νωρίτερα είχε δηλώσει ότι δεν θα βάλει την υπογραφή του σε μείωση του αφορολογήτου κάτω από τα 9.500 ευρώ. Το έκανε πέρυσι τέτοια εποχή. Ηδη το αφορολόγητο έχει υποχωρήσει έως τα 8.636 ευρώ για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες χωρίς παιδιά και τώρα ακολουθεί το πραγματικό μακροβούτι. Βαφτίζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Από το 2019, μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες οι οποίοι σήμερα δικαιούνται το κλιμακωτό αφορολόγητο των 8.636 – 9.545 ευρώ (ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων) θα πιάνονται στην τσιμπίδα του φόρου εισοδήματος ακόμα και αν το μηνιάτικό τους είναι στη ζώνη των 500 ευρώ.
Η διαφαινόμενη συμφωνία αφορά αφορολόγητο 5.900 ευρώ. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Είναι ότι ο συντελεστής στο πρώτο κλιμάκιο εισοδήματος σχεδιάζεται να παραμείνει στο 22%, προκειμένου να βγουν τα νούμερα και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης να αποδώσει 1,8 δισ. ευρώ. Ο συνδυασμός υψηλού πρώτου συντελεστή και χαμηλού αφορολογήτου οδηγεί σε επιβαρύνσεις από 220 έως και 602 ευρώ για φορολογουμένους με εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ.
Με αφορολόγητο στα 8.636 ευρώ και εισόδημα 10.000 ευρώ, ένας μισθωτός χωρίς παιδιά σήμερα επιβαρύνεται με φόρο εισοδήματος 300 ευρώ. Με αφορολόγητο 5.900 ευρώ, ο ίδιος μισθωτός θα κληθεί να πληρώσει φόρο 902 ευρώ ή 602 ευρώ περισσότερα. Στα 7.000 ευρώ η επιβάρυνση είναι 242 ευρώ, στα 8.000 ευρώ αγγίζει τα 572 ευρώ, στα 9.000 ευρώ η επιβάρυνση παγιώνεται στα 602 ευρώ.
Η πτώση του αφορολογήτου συνοδεύεται από αντίμετρα. Οχι όπως ακριβώς τα είχε φανταστεί αρχικά η κυβέρνηση, αλλά οι παρεμβάσεις που βρίσκονται στη διαδικασία της συμφωνίας μπορεί να δώσουν ένα πολιτικό περιτύλιγμα.
Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, όπως διέρρεε αρχικά η κυβέρνηση, δεν πρόκειται να υπάρξει. Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν διορθωτικές κινήσεις στον φόρο. Μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια επίσης δεν προκύπτει ως αποδεκτό μέτρο από τους δανειστές. Δεν αποκλείεται όμως το χαμήλωμα του κανονικού συντελεστή από το 24% στο 23%.
Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών επίσης δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Δεν αποκλείονται όμως τα δανεικά από την Παγκόσμια Τράπεζα ή άλλο φορέα για τη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, ενώ παράλληλα καταστρώνονται δράσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής (π.χ., καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας) αλλά και για τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις ή και των ανώτατων συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων.

Το πακέτο των αντίμετρων θα έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα και κοινωνική διάσταση, αλλά για να εφαρμοστεί θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η κυβέρνηση είχε δίκιο στους υπολογισμούς της και όχι το ΔΝΤ. Θα πρέπει δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα να κάνει άλμα σε επίπεδα άνω του 3,5% του ΑΕΠ το 2018, ώστε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος που θα επιτρέψει την ενεργοποίηση των θετικών μέτρων.

Η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο
Αν η συμφωνία με τα μέτρα κλείσει, όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι η ευρωζώνη θα κάνει και αυτή τα απαραίτητα βήματα για να οδηγηθούμε στη λεγόμενη «παγκόσμια συμφωνία», η οποία οδηγεί σε πρώτη φάση στην ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ με συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα «Λε Παριζιέν» επανέλαβε χθες ότι προκειμένου να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα εκτός από τις μεταρρυθμίσεις απαραίτητο στοιχείο είναι «να είναι βιώσιμο το χρέος της χώρας», αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι ο έλληνας Πρωθυπουργός έχει ζητήσει από το Ταμείο «να δεσμευθεί δίπλα στη χώρα».
Η Λαγκάρντ, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις πολιτικές αντοχές της γερμανικής κυβέρνησης έναντι των αναγκαίων πρόσθετων διευθετήσεων στο ελληνικό χρέος, φωτογράφισε ακόμα μία φορά τι θα έπρεπε να περιλαμβάνει η αναγκαία αναδιάρθρωση.
Θα μπορούσε, είπε, να γίνει με διάφορες ενέργειες όπως «με σημαντική επιμήκυνση των αποπληρωμών ή με πολύ χαμηλά τα ανώτατα όρια των επιτοκίων».
Οσον αφορά, δε, τον τρόπο με τον οποίο θα πειστούν οι πιστωτές (τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης εν προκειμένω) η Λαγκάρντ ήταν παραστατική. «Παίρνουμε το ραβδί του προσκυνητή και περιοδεύουμε, εξηγώντας και ξαναεξηγώντας και ξαναεξηγώντας». Στην παρούσα φάση και μέχρι να πειστούν όλοι στο Eurogroup από τις «εξηγήσεις» του ΔΝΤ για την ανάγκη διευθέτησης του χρέους, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να κλείσει τη συμφωνία.
Εχει ξεκαθαρίσει ότι χωρίς όλο το πακέτο (μέτρα – αντίμετρα, διευθέτηση χρέους και μείωση πλεονασμάτων) συμφωνία δεν θα υπάρξει. Μένει να επιβεβαιωθεί.
Επ’ αυτού ο Πρωθυπουργός από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών απάντησε ότι, πράγματι, ο ίδιος είχε ζητήσει το ΔΝΤ να ξεκαθαρίσει τη θέση του σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα και τόνισε ότι «προφανώς χρειάζεται ρύθμιση του χρέους».