Κατ’ αρχάς παραπέμπω σε κριτική μου που γράφτηκε όταν πρωτοπαίχτηκε ο «Αμερικάνικος βούβαλος» στην Αθήνα και στο Θέατρο Εμπρός.
«Ο Μάμετ είναι γνωστός στην Ελλάδα μόνο για τα σενάριά του και το μοναδικό έως τώρα έργο του που ανέβασε ο Αντώνης Αντωνίου στο Θεατρική Σκηνή σε μια αιφνιδιαστική μετάφραση του Παύλου Μάτεσι (“Το σεξ το επιούσιον”). Σε αυτό το έργο σατίριζε βαθιά αλλά και με ποικιλία την αμερικανική σεξομανία, φαινόμενο γνωστό εξάλλου σε όλους τους ταγούς που έχουν υποκριτική και σεμνότυφη ηθική. Στον “Αμερικάνικο βούβαλο” η ιστορία είναι γνωστή από εκατοντάδες αμερικανικά έργα του θεάτρου και του σινεμά. Η τραγωδία της αποτυχίας.
Από την “Τορτίλα Φλατ” του Στάινμπεκ έως τα έργα του Φόκνερ και του Ντος Πάσος και από τις ταινίες του Γουάιλερ και του Φορντ και του Μάνκεβιτς, του Κόπολα και του Γούντι Αλεν θα συναντήσουμε αυτή τη νεύρωση της επιτυχίας που καταλήγει σε ναυάγια ματαίωσης, συχνά μέχρι τον φόνο.
Το έργο του Μάμετ είναι μακρύ και πληκτικό από μια στιγμή και πέρα (την πλήξη τη θεωρώ επιτυχές τέχνασμα του συγγραφέα για να συλληφθεί ο χρόνος των γεγονότων στην αιωνιότητα της καθημερινότητας) και έχει για θέμα την ονειροπόληση και τον λεπτομερή σχεδιασμό μιας ληστείας έως την παραίτηση και την προσγείωση σε μια πραγματικότητα ζοφερή, που φορτίζει τις εποχές και με το βάρος ενός τυχαίου αλλά βίαιου φόνου.
Πρέπει να πω ότι η γραφή του Μάμετ οφείλει κυριολεκτικώς τα πάντα στον Αρθουρ Μίλερ του “Ψηλά από τη γέφυρα” και του “Εμποράκου” αλλά ιδιαίτερα στο αξεπέραστο διήγημα “Οι φονιάδες” του Χεμινγουέι. Αφήνω που στο τελευταίο οφείλει και τον πυρήνα της υπόθεσης: δύο πληρωμένοι δολοφόνοι σχεδιάζουν την επιχείρηση πίνοντας στο μπαρ, δεν φτάνουν ποτέ στον σκοπό τους!
Αυτού του είδους η γραφή έχει βρει στην Ελλάδα μετά το ’70 άξιους τεχνίτες και αναφέρω ενδεικτικά μερικά έργα καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, από το συγκεκριμένο έργο του Μάμετ: “Η συναναστροφή” της Αναγνωστάκη, το “Μάνα, μητέρα, μαμά” του Διαλεγμένου, “Οι θεατές” του Ποντίκα και ιδίως “Οι εκτελεστές” του Σκούρτη. Τα έργα αυτά για να παιχτούν θέλουν ηθοποιούς της γνωστής σχολής της φυσικής αναπαράστασης, της αποτύπωσης του χρόνου και της κίνησης της αδρής πραγματικότητας, αμερικανικό ρυθμό και αμερικανικά πλάνα».
Η παράσταση του 1993 πράγματι αμερικάνιζε και οι τρεις αξιόλογοι ηθοποιοί (Καταλειφός, Κέντρος, Τάρλοου), ακολουθώντας τη γραμμή του σκηνοθέτη, του μακαρίτη πλέον Μπαντή, είχαν μιμηθεί το στυλ του Ακτορς Στούντιο, της υποκριτικής ιδιομορφίας του Καζάν και του κώδικα του Μάρλον Μπράντο, του Ντε Νίρο, του Καρλ Μάλντεν.
Ετσι όμως το έργο σερνόταν σαν τον χτυπημένο πελαργό που προχωρεί στην παραλία σέρνοντας στην άμμο τα φτερά του.
Τώρα, σε εποχή που έχουμε δει στη σκηνή σχεδόν όλα τα έργα του Μάμετ κοιταγμένα με μια ευρωπαϊκότερη αντίληψη για τον ρεαλισμό, ποιητικό ή κριτικό ή λαϊκό, η τεχνική αυτή όσο κι αν βολεύει τους σκηνοθέτες στερεί από τα έργα αυτά το βάθος τοπίου και την ευρωπαϊκή ματιά που χαράζουν η απόσταση αλλά και η διαφορετική φιλοσοφία ζωής της γηραιάς Ευρώπης. Εδώ ας σταθώ για να επιμείνω σε μια άλλη πτυχή που βοηθάει στην προσέγγιση αυτών των έργων ερμηνείας ενός κόσμου στην εποχή του αδιεξόδου και της αποτυχίας του καπιταλισμού και της ηθικής του.
Είναι γνωστό από θεμελιώδη έργα της κοινωνιολογίας και των θεωρητικών της πως ο καπιταλισμός γεννήθηκε από το πνεύμα και στις χώρες του προτεσταντισμού. Εκεί η κυρίαρχη αρετή, άρα και η κοινωνική καταξίωση, κατακτάται με την εργασία. Από τις παραβολές της Καινής Διαθήκης επιλέγεται εκείνη όπου ο δούλος στον οποίο εμπιστεύτηκε ο αφέντης φεύγοντας έναν οβολό, τον πολλαπλασίασε και επιστρέφοντας ο αφέντης του, του τον παρέδωσε πολλαπλάσιο! Οποιος εργάζεται, κερδίζει και αποταμιεύει είναι ο εκλεκτός του Θεού, ο χαρισματικός και απολαμβάνει την εύνοια του κυρίου-αφέντη!
Οποιος δεν μπορεί να σταθεί στον ανταγωνισμό και να επιβληθεί με την προκοπή του είναι αποτυχημένος. Θυμηθείτε τον «Εμποράκο» του Μίλερ, τον Τζορτζ της «Βιρτζίνια Γουλφ» του Αλμπι, τον έναν γιο και τον πατέρα του «Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’Νιλ, όλες τις ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς κ.τ.λ. Αλλιώς αντιμετωπίζει την αποτυχία στην εργασία, στην κοινωνία και στην οικογένεια ο Ευρωπαίος και αλλιώς ο Αμερικανός. Η Εντα Γκάμπλερ, η Μάνα Κουράγιο, η Νίνα του Τσέχοφ, ο Πατέρας του Στρίντμπεργκ και η Φιλουμένα του Ντε Φιλίπο είναι πλασμένοι από άλλο πηλό από την Ντε Λάνγκο και την Αννα Κρίστι.
Το πρόβλημα είναι καίριο ως προς το πώς προσεγγίζονται αυτά τα έργα από ευρωπαίους ηθοποιούς για ευρωπαϊκό κοινό. Και μάλιστα Νοτιοευρωπαίους –Ελληνες, Ιταλούς, Ισπανούς. Εδώ υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη Γερμανίδα Λούλου του Σνίτσλερ και την Μπλανς Ντιμπουά όταν αναλύεται ο γυναικείος ερωτισμός σε διαφορετικής θερμοκρασίας προτεσταντικό περιβάλλον.
Με πραγματική χαρά υποδέχομαι την προσέγγιση του Μάμετ από τον Πέτρο Φιλιππίδη ως σκηνοθέτη και ηθοποιό και των ισάξιων συνεργατών του, του Γιάννη Μπέζου και του πράγματι αποκαλυπτικού νέου ηθοποιού Ορφέα Αυγουστίδη στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Φιλιππίδης άνοιξε το έργο σε άλλη αρένα, άφησε τους ήρωές του να αναδείξουν με τις συμπεριφορές τους μια πλευρά της ηθικής τους υπόστασης, την οποία ο αμερικανικός νατουραλισμός αποκρύπτει: τη γελοιότητα μέσων και σκοπών.
Η παράσταση στο Μουσούρη αποσκοράκισε την ελλοχεύουσα πλήξη και πήγε και βρήκε τους ρυθμούς του Ντε Φιλίπο των «Εκατομμυριούχων της Νάπολης» και των φτωχοδιάβολων του Ντε Σίκα, του Φελίνι και τους ζητιάνους και τους απατεώνες του Μπρεχτ στην «Οπερα της πεντάρας».
Εξοχο το σκηνικό και τα κοστούμια της απροσδόκητης δουλειάς της Λουκίας Χουλιάρα.
Ο φωτισμός του Λευτέρη Παυλόπουλου με χιούμορ και ειρωνεία και η μουσική επένδυση του Ιάκωβου Δρόσου από κοντά, κριτική των καταστάσεων.
Χαρείτε τις ισορροπίες του τρίο των ηθοποιών. Παραπέμπουν στις μεγάλες στιγμές της μιμικής. Ο κινησιολογικά φλύαρος, λογάς, φαντασιόπληκτος τύπος που πλάθει ο Φιλιππίδης, ο σοβαροφανής εθνικόφοβος μπαρούφας του Μπέζου και ο αμήχανος, συνεχώς έκπληκτος, απροσάρμοστος αφελής του Αυγουστίδη. Ο Σαρλό, ο Μπάστερ Κίτον και ο Σταν Λόρεν (Λιγνός) μαζί.
Η υλοποίηση του αμερικανικού ονείρου. Εκεί ο Βούβαλος γίνεται κέρμα και το κέρμα είναι κάλπικο.
Κείμενο:
Ντέιβιντ Μάμετ
Μετάφραση, σκηνοθεσία:
Πέτρος Φιλιππίδης
Σκηνικά – κοστούμια:
Λουκία Χουλιάρα
Φωτισμοί:
Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική επιμέλεια:
Ιάκωβος Δρόσος
Παίζουν:
Γιάννης Μπέζος, Πέτρος Φιλιππίδης, Ορφέας Αυγουστίδης
Πού:
Θέατρο Μουσούρη, Πλατεία Καρύτση 7, κέντρο, τηλ.
210-3310.936