«Θα φτάσουμε πολύ σύντομα σε μια συνολική συμφωνία για το ελληνικό ζήτημα τον Απρίλιο». Η αποστροφή του Αλέξη Τσίπρα στη συνέντευξη Τύπου μετά τη Σύνοδο Κορυφής την περασμένη Παρασκευή αποτυπώνει με τον ιδανικότερο τρόπο την τακτική «βλέποντας και κάνοντας» που ακολουθεί η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση, αλλά και κάτι ακόμη: έχοντας αποδεχτεί εν τοις πράγμασι ότι τα ορόσημα του Μαρτίου και συγκεκριμένα το Eurogroup της επόμενης Δευτέρας αποτελούν ανέφικτο στόχο, πλέον τοποθετεί τον ορίζοντά της τον Απρίλιο, αλλά κατ’ ουσίαν βλέπει Μάιο.
Ο Απρίλιος είναι ένας δύσκολος μήνας, πυκνός σε γεγονότα και η εξίσωση δύσκολα βγαίνει. Μαξίμου και οικονομικό επιτελείο ελπίζουν ότι στα τέλη Απριλίου η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Λίγο νωρίτερα θα κληθεί να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι με τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα το ΔΝΤ, με την Κριστίν Λαγκάρντ να «μαρτυράει» προχθές ότι ο έλληνας Πρωθυπουργός ζήτησε από την ίδια την παραμονή του Ταμείου –και τον Αλέξη Τσίπρα να την επιβεβαιώνει, παρά την επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης να παρουσιάζεται στο εσωτερικό το Ταμείο ως τον υπέρτατο εχθρό.
Οι δύο προαναφερόμενες αποφάσεις ωστόσο προϋποθέτουν ότι πρέπει να έχει κλείσει η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, αυτή να έχει τη βούλα του Eurogroup και στη συνέχεια να έχουν καθοριστεί τα μέτρα για τη διευθέτηση του χρέους και οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2019, προκειμένου η συμφωνία αυτή να είναι «συνολική». Τούτων δοθέντων, νέο ορόσημο για την τεχνική συμφωνία (staff level agreement) είναι το άτυπο Eurogroup της 7ης Απριλίου. Αμέσως μετά, όμως, μεσολαβούν δύο εβδομάδες απραξίας καθώς έρχονται οι διακοπές του Πάσχα –το καθολικό και το ορθόδοξο συμπίπτουν φέτος –οπότε νομοτελειακά όλα δείχνουν Μάιο.
Σε κάθε περίπτωση, τον Απρίλιο υπάρχουν δύο επιπλέον δεδομένα που περιπλέκουν το ελληνικό ζήτημα και απομακρύνουν το ενδεχόμενο συμφωνίας. Το πρώτο είναι η ανακοίνωση των στοιχείων της Eurostat για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το 2016 –τα πρώτα μαντάτα που ήρθαν από την ΕΛΣΤΑΤ τις προηγούμενες ημέρες προκαλούν αμηχανία και προβληματισμό στην κυβέρνηση, καθώς διέψευσαν τις προσδοκίες της για επιστροφή στην ανάπτυξη. Το δεύτερο δεδομένο είναι οι γαλλικές εκλογές, λόγω των οποίων οι Ευρωπαίοι –και ανάλογα πάντα με το αποτέλεσμα –μπορεί να έχουν λόγους να καθυστερήσουν περαιτέρω τις εξελίξεις.
Το πρώτο βεβαίως διαβάζεται και αντίστροφα: το Μαξίμου ελπίζει δηλαδή ότι τα στοιχεία της Eurostat μπορεί να αξιοποιηθούν θετικά και να βοηθήσουν στην άμβλυνση των αντιθέσεων με το ΔΝΤ, εφόσον εκείνο αποφασίσει τότε να αναθεωρήσει τη στάση του και χαλαρώσει τις απαιτήσεις του, όπως έχει δηλώσει ο Πολ Τόμσεν. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη συνηγορεί επίσης υπέρ της παράτασης της διαπραγμάτευσης έως τον Μάιο προς όφελος μάλιστα της ελληνικής πλευράς.
ΕΝΕΣΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ. Σε άλλο μήκος κύματος και σε μία ακόμη ένεση αισιοδοξίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επέμεινε χθες (Alpha 9,89) πως υπάρχουν προϋποθέσεις για την επίτευξη τεχνικής συμφωνίας έως το Eurogroup της 20ής Μαρτίου και πρόσθεσε ότι αυτό δεν αποτελεί μόνο στόχο της κυβέρνησης αλλά και των ίδιων των θεσμών. Επανέλαβε εξάλλου όσα είπε ο Πρωθυπουργός μετά τη Σύνοδο Κορυφής και σημείωσε πως η τεχνική συμφωνία θα οδηγήσει σε μία συνολική, ανοίγοντας το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων και της διευθέτησης του χρέους.
Οπως είναι ήδη γνωστό από τις συζητήσεις στο Χίλτον, οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει ως προς τη μείωση του αφορολογήτου και το παζάρι γίνεται τώρα για τις συντάξεις και τα αντίμετρα, ενώ οι δανειστές εμμένουν στη σκληρή γραμμή στα εργασιακά, παρότι το Μαξίμου θα ήθελε να δει το θέμα να μπαίνει κάτω από το χαλί έως το 2018 για να αποφύγει τις εσωτερικές αναταράξεις. Οι επώδυνες αλλαγές που κυοφορούνται προκαλούν ήδη αντιδράσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει και τις αντιδράσεις της κοινωνίας, οι οποίες το τελευταίο διάστημα εντείνονται και αυξάνουν την πίεση προς την κυβέρνηση και τους βουλευτές της.