Oι μισοί εργαζόμενοι παίρνουν μισθό κάτω από 800 ευρώ, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 30%, οι 6 στις 10 προσλήψεις γίνονται με ευέλικτες μορφές, ενώ αυξάνεται δραματικά η φτώχεια.

Αυτά είναι ορισμένα από τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ(2017) για την ελληνική οικονομία. Στην έκθεση καταγράφεται μεγάλη υποχώρηση στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και υψηλή ανεργία που οδηγούν σε φτωχοποίηση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση όσων αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, το ποσοστό των οποίων αυξάνεται από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Η μεγάλη αυτή αύξηση οφείλεται αφενός στη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αφετέρου στην κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους. Στην έκθεση εκτιμάται ότι η ασκούμενη πολιτική, οι νέες δεσμεύσεις της κυβέρνησης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και η φοροδοτική κόπωση της ελληνικής κοινωνίας ενδέχεται να περιορίσει τις πληρωμές και κατά συνέπεια να επηρεάσει αρνητικά τηφερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος.

Το Ινστιτούτο εκτιμά ότι το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλότερο. Για τον λόγο αυτό, προσθέτει στους ανέργους, τους αποθαρρυμένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση. Συγκεκριμένα, το ποσοστό ανέρχεται στο 29,6% του εργατικού δυναμικού έναντι 22,6% που εκτίμησε η ΕΛΣΤΑΤ το γ’ τρίμηνο του 2016. Εξάλλου, ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015.

Συμπεράσματα

που σοκάρουν

Επίσης από το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ επισημαίνεται ότι:

– Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση.

– Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%. Εξετάζοντας άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρείται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%) και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%. Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει μικρή μόνο επίδραση στο επίπεδο της ανεργίας.

– Σε σχέση με το επίπεδο του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα παρατηρούμε από την επεξεργασία των στοιχείων της Ερευνας Εργατικού Δυναμικού (β’ τρίμηνο του 2016) την εξής κατανομή των καθαρών μηνιαίων αποδοχών και του ποσοστού των μισθωτών που αμείβονται αντίστοιχα: κάτω των 799 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500 – 699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700 – 799 ευρώ), μεταξύ 800 – 999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000 – 1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ). Αντίστοιχα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500 – 699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700 – 799 ευρώ), μεταξύ 800 – 999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000 – 1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).

– Στη διάρκεια του 2016 η κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων παρέμεινε αμετάβλητη, καθώς εξακολουθούσαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσμοθετήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Το 2016 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας το 2016 υπογράφηκαν μόνο 10 κλαδικές/ ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ.

– Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.

– Η περίοδος 2010 – 2015 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηnκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Οπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους, το οποίο αυξήθηκε την περίοδο 2010 – 2015 κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρισκόταν κοντά στο 18%.