«Aυτές τις μέρες συμπληρώνονται δυο χρόνια από το ταξίδι μου στο Κομπάνι της Συρίας. Μια εμπειρία που με σημάδεψε, όχι τόσο λόγω επικινδυνότητας όσο για τον θαυμασμό που μου προκάλεσε η κοινωνική οργάνωση και η αλληλεγγύη των ανθρώπων που ζουν εκεί, κάτω από απερίγραπτα δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες». Η ανάρτηση αυτή του φωτογράφου Γιώργου Δέτση στο facebook ήταν αρκετή. Γνωστός στη δημοσιογραφική πιάτσα ως ταξιδιωτικός φωτογράφος, στο Κομπάνι δεν πήγε στο πλαίσιο κάποιου ταξιδιωτικού οδηγού. Με δανεικό εξοπλισμό που συγκέντρωσε από φίλους και συναδέλφους του και συνοδοιπόρο τον φωτορεπόρτερ Μιχάλη Καραγιάννη, ακολούθησαν ομάδα ανθρωπιστικής αποστολής που θα επιχειρούσε να περάσει από την Τουρκία τρόφιμα, φαρμακευτικό υλικό και είδη πρώτης ανάγκης τον Μάρτιο του 2015 στο Κομπάνι, που μόλις 30 ημέρες νωρίτεραείχαν απελευθερώσει οι κούρδοι μαχητές.
Στη σχεδόν σβησμένη από τον χάρτη εξαιτίας των βομβαρδισμών ακριτική πόλη στον Βορρά της Συρίας, ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση για τον ξένο. Μια στιγμή φαντάζει αιώνας. Ο Δέτσης με τον Καραγιάννη που πέρασαν τα τουρκοσυριακά σύνορα με περιπετειώδη τρόπο εισήλθαν στο Κομπάνι για μια μέρα με την προοπτική να παραμείνουν άλλη μία. Εντέλει έμειναν τέσσερα μερόνυχτα και έφθασαν 300 μέτρα από το μέτωπο του πολέμου.
Στο υλικό που κατέγραψε με τη βιντεοκάμερά του οι εικόνες είναι υποβλητικές με υποψία θανάσιμου κινδύνου. Ομως είναι η ελπίδα, η αισιοδοξία για μια καλύτερη επόμενη μέρα για το Κομπάνι όπως εκφράζονται από τους 15 κούρδους ελεύθερους πολιορκημένους που μίλησαν στην κάμερα και το έντονο στοιχείο της αλληλεγγύης τους που μεγιστοποιούν την εμπειρία του θεατή. Αυτό έζησε και κατέγραψε ο Γιώργος Δέτσης και αφιλτράριστο απαθανάτισε στα πλάνα του.
Ενα δείγμα αυτής της περιπέτειας, διάρκειας πέντε λεπτών,με τίτλο «Η επιστροφή» επιλέχθηκε από την Ενωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ και θα προβληθεί αρχές Μαΐου στην Τεχνόπολη στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Με τα μάτια ανοιχτά» ως προπομπός ενός υπό ολοκλήρωση ντοκιμαντέρ διάρκειας περίπου 40 λεπτών (από υλικό συνολικά δέκα ωρών). Σε αυτό καταγράφεται η αντίστροφη πορεία των κατοίκων του Κομπάνι από τους προσφυγικούς καταυλισμούς στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας στην πόλη τους ή ό,τι τέλος πάντων απέμεινε από εκείνη.
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΡΕΠΟΡΤΕΡ. Χωρίς προηγούμενη εμπειρία στη βιντεοσκόπηση, αλλά με εφόδιο το μάτι του ρεπόρτερ, ο Γιώργος Δέτσης έφθασε με τον Μιχάλη Καραγιάννη στη μεθοριακή τουρκική πόλη Σούρουτς με έντονο κουρδικό στοιχείο. Σύνδεσμοι των Κούρδων τούς μεταφέρουν ενώ σουρούπωνε σε απομονωμένη αγροικία σε ένα ύψωμα 150 μέτρα από τα σύνορα. «Στα πέντε χιλιόμετρα από εκεί που ήμασταν ακούγαμε τις εκρήξεις οβίδων», περιγράφει ο Δέτσης. «Ερχεται σήμα να κινηθούμε. Προσπερνούμε τον στάβλο του χωριατόσπιτου και καθώς κατηφορίζουμε ακούμε θόρυβο και σειρήνα τεθωρακισμένου και την προειδοποίηση “γυρίστε πίσω” στα τουρκικά και στα αγγλικά. Ηταν τουρκικό άρμα που περιπολούσε και σάρωνε με τον προβολέα του την περιοχή. Μας είχε εντοπίσει. Πισωγυρίζουμε και τρυπώνουμε στον στάβλο. Γλιτώνουμε. Επειτα από μία ώρα βασανιστικής αναμονής μετακινούμαστε προς την αντίθετη πλευρά. Το τανκ είναι στο κατόπι μας. Χωνόμαστε σε μια ρεματιά. Γλιτώνουμε. Εχουμε περάσει τα σύνορα και για περίπου ένα δίωρο περπατούμε στην εμπόλεμη Συρία. Επειτα από 40 λεπτά ακούμε φωνές. Παγώνουμε. Ευτυχώς ήταν κούρδοι μαχητές. Μας βάζουν σε τρία βαν και φεύγουμε για το Κομπάνι. Υπό κανονικές συνθήκες η απόσταση Σούρουτς – Κομπάνι είναι κάπου 20 λεπτά. Εμείς φύγαμε στις 17.30 και φθάσαμε στο Κομπάνι στις 22.30 ακολουθώντας πορεία τεθλασμένη, άλλοτε με ιλιγγιώδεις ταχύτητες και άλλες κανονικές, από τον φόβο ελεύθερων σκοπευτών του ISIS».
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ. Σε ένα από τα ελάχιστα κτίρια που είχαν απομείνει όρθια από τους βομβαρδισμούς, στην καλή πλευρά της πόλης, οι κούρδοι υπερασπιστές του Κομπάνι τούς έβαλαν να κοιμηθούν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας ακούγονταν πυροβολισμοί, εκρήξεις. «Σε ποσοστό 80% η πόλη είναι μπάζα. Οπου κι αν στραφεί το βλέμμα, αντικρίζει άσκαστα βλήματα, χώρια τα παγιδευμένα αντικείμενα. Διακόπτες ηλεκτρικού παγιδευμένοι με εκρηκτικά, ψυγεία σε εγκαταλειμμένα διαμερίσματα παγιδευμένα, πτώματα μαχητών του ISIS παγιδευμένα», περιγράφει ο Δέτσης. Πλάι όμως στον θανάσιμο κίνδυνο, ανθίζει η ζωή, η αισιοδοξία, η ανθρωπιά, η αξιοπρέπεια. «Δεν θα ξεχάσω τον ηλικιωμένο Κούρδο με το παχύ μουστάκι, το τσιγάρο στο στόμα και το Καλάσνικοφ στον ώμο, φρουρό του νοσοκομείου, να λέει με αφοπλιστικό χαμόγελο: «Εδώ θα μείνω. Περιμένω να επιστρέψει η οικογένεια μόλις φτιαχτεί ένας καταυλισμός». Το Κομπάνι είναι το σπίτι τους. Αλλά ποιο σπίτι;».
«Εμείς εδώ δεν πολεμάμε μόνον για τους Κούρδους αλλά για όλο τον κόσμο. Θέλουμε να φτιάξουμε ένα κράτος με δημοκρατία ώστε Σύροι, Κούρδοι και Αραβες, να ζουν ελεύθερα», λέει ένας 30χρονος κούρδος επικεφαλής ομάδας υπερασπιστών του Κομπάνι στην κάμερα του Δέτση, λίγο πριν αναχωρήσει για το μέτωπο, ενώ δίπλα η μητέρα του αγωνιά για τον γιο της όμως δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τον σκοπό του. «Λίγο μετά, μάθαμε ότι ο Κανιβάρ –αυτό ήταν το παρατσούκλι του –σκοτώθηκε στο μέτωπο», αφηγείται με φόρτιση ο Δέτσης και καταλήγει: «Το συγκλονιστικό δεν είναι ο πόλεμος, παρότι πρώτη φορά βρέθηκα σε εμπόλεμη περιοχή, αλλά η κοινωνική συνοχή και οι δομές που έχουν εκεί, στα ερείπια. Σου λένε, «εμείς θέλουμε μια κοινωνία βασισμένη στη γυναίκα και στην οικολογία. Αν η γυναίκα είναι ελεύθερη, είναι και η κοινωνία», είναι η κοσμοθεωρία τους. Αυτοί οι άνθρωποι αν και μέσα στα χαλάσματα οραματίζονται τον παράδεισό τους».