«Το “Πόθοι κάτω από τις λεύκες” είναι ο δημιουργικός πόθος τού μη δημιουργικού πνεύματος, το οποίο ποτέ δεν κατορθώνει τίποτα, εκτός από το να αρπάζει προσωρινά με τα δάχτυλα την εξίσου προσωρινή πραγματικότητα»: Αυτό είναι εν συντομία το φόντο του δράματος σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Ευγένιο Ο’ Νιλ (Eugene O’ Neill, 1888-1953).
Nομπέλ Λογοτεχνίας 1936 και Βραβείο Πούλιτζερ, από τους κορυφαίους του 20ού αιώνα, ο αμερικανός δραματουργός ανήκει στους πρωτοπόρους του ρεαλισμού στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Ακολουθώντας τους Ευρωπαίους Τσέχοφ, Ιψεν, Στρίντμπεργκ, σκιαγράφησε χαρακτήρες που ενώ πασχίζουν για λίγη ευτυχία καταλήγουν στην απελπισία και την απόγνωση.
Ογδόντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα (1937) από το Εθνικό σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με τους Παξινού, Βεάκη, T. Βανδή, το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» επιστρέφει, στην παρθένα συνεργασία του Αντώνη Αντύπα με την κρατική σκηνή της χώρας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΡΙΠΙΔΗ. Το έργο («Desire under the Elms», 1924) βασίζεται στον μύθο του Ιππόλυτου. Αντλεί τη θεματολογία του από το αντίστοιχο του Ευριπίδη, όπου η Φαίδρα ερωτεύεται τον γιο του συζύγου της, Θησέα.
Εδώ, η Αμπι Αμποτ ερωτεύεται τον γιο του Εφραίμ, Ιμπεν. Τόπος είναι το κτήμα των Αμποτ, κάπου στη Νέα Αγγλία (τη βορειοανατολική περιοχή των ΗΠΑ). Ο δεσποτικός και καταπιεστικός πάτερ-φαμίλιας, με δύο γιους από τον πρώτο γάμο και έναν τρίτο από τον δεύτερο, φέρνει στο σπίτι την τρίτη και κατά πολύ νεότερή του σύζυγο. Η καταστροφή δεν αργεί.
Νωρίτερα, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι θα έχουν φύγει για την Καλιφόρνια, κυνηγώντας τη «Γη της Επαγγελίας», την ελπίδα και το χρυσάφι.
Ο Ο’ Νιλ ανεβάζει στη σκηνή απλούς αγρότες και τους μετατρέπει σε σύμβολα μιας εποχής.
Η τεράστια οθόνη, που καλύπτει την πλάτη της σκηνής, αναπαριστά, μέσα από προβολή, τη φύση, τις λεύκες, το κτήμα της οικογένειας, στερώντας το βάθος του τόπου και της ψυχής των ηρώων. Σαν να δηλώνει εξ αρχής ο Αντώνης Αντύπας με τη σκηνοθεσία του ότι σκοπεύει να περιορίσει το έργο. Το «Δεν μπορεί, κάτι θα συμβεί», στο οποίο ελπίζουν οι χαρακτήρες των «Πόθων», δυστυχώς δεν συμβαίνει και στην παράσταση.
Ο Αντύπας καταγράφει τον μύθο, την ιστορία, τα πρόσωπα και τις μεταξύ τους σχέσεις, την ψυχολογία τους σαν μια ευθεία γραμμή. Οι ηθοποιοί παίζουν τα βιώματά τους, δεν τα βιώνουν, κυρίως στο πρώτο μέρος της παράστασης το οποίο και βάζει τα θεμέλια του δράματος που θα ακολουθήσει. Ούτε το δεσποτικό και καταπιεστικό του πατέρα Αμποτ φανερώνεται, ούτε η πορεία των συναισθημάτων της Αμπι. Οι εξελίξεις απλά συμβαίνουν. Η ρεαλιστική δύναμη του συγγραφέα χάνεται, μέσα από την ισοπεδωτική ματιά του σκηνοθέτη που μεταφράζεται σε πλήξη για τον θεατή.
Από την παράσταση απουσιάζει η ατμόσφαιρα, η θερμοκρασία, όλα εκείνα τα στοιχεία που φανερώνουν τις εσωτερικές μάχες στις ψυχές των ηρώων. Μόνον η Μαρία Κίτσου, στο δεύτερο μέρος, πλησιάζει, αγγίζει, ίσως, την τραγικότητα της σύγχρονης Φαίδρας. Η ηθοποιός, παρά τα εξαιρετικά δείγματα της υποκριτικής της δεινότητας, άργησε να μπει στο πετσί του ρόλου.
Ο Γιώργος Κέντρος εξέφρασε περισσότερο την κούραση του Εφραίμ Αμποτ, παρά την πυγμή του, ενταγμένος κι αυτός στην ευθεία γραμμή της σκηνοθεσίας. Ο Γιώργος Χριστοδούλου, στον καθοριστικό ρόλο του Ιμπεν, κινήθηκε στο περίβλημα του ήρωά του, χωρίς να φτάσει στην καρδιά του.