Οσοι είχαν την παραμικρή αμφιβολία ή επιχειρούσαν να παρουσιάσουν κάτι το οποίο δεν ήταν αληθινό σχετικά με τα περιβόητα «αντίμετρα» διαψεύστηκαν χθες πανηγυρικά, διά χειρός Ντεϊσελμπλούμ. Την ίδια ώρα έγινε γνωστό ότι το ΔΝΤ δεν βλέπει πλεόνασμα 3,5% για καμία χρονιά πέραν του 2018, αυξάνοντας την πίεση και προς την ευρωζώνη αλλά κυρίως προς την ελληνική κυβέρνηση.

Ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ με έγγραφό του προς το ολλανδικό Κοινοβούλιο ξεκαθάρισε και γραπτώς όσα είχε πει μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου. Με απλά λόγια κατέστησε απολύτως σαφές ότι τα αντισταθμιστικά μέτρα θα εφαρμοστούν το 2019 μόνο εφόσον υπάρξει υπέρβαση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και εντός του πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου που θα δημιουργηθεί.

Αν για παράδειγμα το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφωθεί στο 4% του ΑΕΠ, αντί για 3,5%, εντός του δημοσιονομικού περιθωρίου της μισής ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ θα μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να αρχίσει να εφαρμόζει μέρος των προσυμφωνηθέντων με τους δανειστές θετικών μέτρων.

Το κυβερνητικό αφήγημα ώρες μετά την απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, οπότε η κυβέρνηση έδωσε ένα πρώτο πράσινο φως στα πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ για τη μεταμνημονιακή περίοδο λαμβάνοντας υποσχέσεις για παράλληλα προσυμφωνηθέντα αντίμετρα, έφερνε στο προσκήνιο «το τέλος της λιτότητας» και θετικά μέτρα τα οποία θα εξουδετέρωναν τα αρνητικά με την ταυτόχρονη εφαρμογή τους.

Χθες όμως, λίγο μετά τις βόμβες του υπουργού Εσωτερικών Πάνου Σκουρλέτη, ακόμα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος προχώρησε σε κεκαλυμμένη αλλαγή πλεύσης. Ανέφερε ότι «τα αντίμετρα τα οποία αποτελούν κεντρικό σημείο της τρέχουσας διαπραγμάτευσης, θα νομοθετηθούν ταυτόχρονα με τα μέτρα επιβάρυνσης και θα υλοποιηθούν στη βέβαιη περίπτωση όπου το 2018 θα έχουμε επιτύχει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ».

Η προσθήκη της λέξης «βέβαιη» δεν είναι καθόλου τυχαία. Κατά την οπτική της κυβέρνησης, είναι δεδομένο ότι το 2018 θα υπάρξει υπέρβαση του στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, επομένως θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για τα αντίμετρα. Αυτό που δεν λέει η κυβέρνηση είναι ότι για να εφαρμοστούν αντίμετρα ύψους 2% του ΑΕΠ το 2019, όπως μέχρι πρότινος άφηνε να εννοηθεί, θα πρέπει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 να είναι τουλάχιστον 5,5% του ΑΕΠ! Και αυτή την εκτίμηση μάλλον δεν συμμερίζεται καμία πλευρά των δανειστών. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μάλιστα ήρθε να προσγειώσει απότομα ακόμα και τους πλέον αισιόδοξους.

Νέα σφήνα από το ΔΝΤ

Οπως προκύπτει από έγγραφο ενός εκ των εκπροσώπων του κουαρτέτου το οποίο έφερε χθες στη δημοσιότητα το Euro2day, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μετά τα στατιστικά στοιχεία τα οποία έδειξαν ύφεση 1,2% για το τέταρτο τρίμηνο του 2016, αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του. Διεμήνυσε ότι «θεωρεί πως πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% δεν μπορεί να επιτευχθεί μετά το 2018 ούτε για έναν επιπλέον χρόνο».

Την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί καθώς όπως αναφέρεται στο έγγραφο «πιστεύουμε ότι η αναθεώρηση των στοιχείων του 2016 είναι απογοητευτική, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει δομικά την κατάσταση μέχρι το 2018. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θεωρούν ότι το τέταρτο τρίμηνο αντανακλά την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης».

Αν το Ταμείο επιμείνει στις εκτιμήσεις του –η μέχρι τώρα ιστορία έχει δείξει ότι δεν υπαναχωρεί από τις θέσεις του –τότε η πίεση αναμένεται να ενταθεί προς δύο κατευθύνσεις περιπλέκοντας την κατάσταση. Το ΔΝΤ αναμένεται να αυξήσει τις πιέσεις προς την ευρωζώνη τόσο για μείωση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018 όσο και για μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Παράλληλα όμως αναμένεται ότι θα αυξήσει και την πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση για χωρίς την παραμικρή έκπτωση και με δική του συνταγή εφαρμογή πρόσθετων μέτρων λιτότητας. Το ενδεχόμενο να ζητήσει ταχύτερη εφαρμογή των μέτρων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το ενδεχόμενο απαίτησης και πρόσθετων μέτρων θεωρείται από πηγές με γνώση των διεργασιών «απίθανο».

Το παζάρι για τον χρόνο

Κατά τις συζητήσεις στο Χίλτον, οι πληροφορίες αναφέρουν πως έγινε απολύτως ξεκάθαρο στην ελληνική πλευρά ότι τα αντίμετρα μπορούν μεν να προνομοθετηθούν –για ευνόητους πολιτικούς λόγους –αλλά η εφαρμογή τους τελεί υπό την αίρεση της υπέρβασης (και του μεγέθους αυτής) του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αρχικά οι δανειστές απαιτούσαν η ενεργοποίηση των αντιμέτρων να γίνει αφότου επιβεβαιωθούν από τη Eurostat τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2018. Αυτή η εξέλιξη θα έφερνε τα αντίμετρα στο προσκήνιο τον Απρίλιο του 2019.

Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κατά την ενημέρωση του Κοινοβουλίου για τα αποτελέσματα του Eurogroup είχε περιγράψει έναν μηχανισμό έγκαιρης πρόβλεψης πλεονασμάτων, ώστε νωρίτερα το 2018 να διαγνωστεί σε συμφωνία με τους δανειστές το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και τα αντίμετρα να εφαρμοστούν μαζί με τα μέτρα (περικοπή αφορολογήτου από 1-1-2019) από τις αρχές του 2019.

Κυβερνητικό στέλεχος εξηγούσε τις προηγούμενες ημέρες ότι κατά τη διαπραγμάτευση στο Χίλτον οι εμπλεκόμενες πλευρές βρέθηκαν πιο κοντά στον ex ante μηχανισμό. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, πριν από τα τέλη του 2018 θα υπάρχει συμφωνία για το μέγεθος των αντιμέτρων που θα ενεργοποιηθούν από τον Ιανουάριο του 2019, στη βάση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του έτους. Πλήρης συμφωνία δεν έχει υπάρξει ακόμα, ενώ συνεχίζουν να υπάρχουν διαφωνίες και για τη φύση των αντιμέτρων.

«Υπάρχει συζήτηση για τα αντισταθμιστικά μέτρα σε τρεις τομείς: μείωση του εταιρικού φόρου, μείωση του ΕΝΦΙΑ και διαφοροποιήσεις στην ετήσια φορολόγηση φυσικών προσώπων. Αυτά αποτελούν μέρος της συνεχιζόμενης συζήτησης και δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία» αναφέρεται στο έγγραφο ενός εκ των θεσμών.

Κατά τις πληροφορίες, οι δανειστές έχουν απορρίψει κατηγορηματικά την πρόθεση της κυβέρνησης για οριζόντια μείωση 35% στον ΕΝΦΙΑ και συζητούν μόνο το ενδεχόμενο μείωσης 15% στα ανώτερα κλιμάκια περιουσίας, στα οποία επιβάλλεται και ο συμπληρωματικός φόρος. Η μείωση του εταιρικού φόρου συνιστά απαίτηση του ΔΝΤ, με το επιχείρημα της υποβοήθησης της ανάπτυξης μέσω επενδύσεων και νέων θέσεων εργασίας, ενώ για τις αλλαγές στους φορολογικούς συντελεστές κυριαρχεί και πάλι η άποψη του Ταμείου, σύμφωνα με την οποία οι όποιες ελαφρύνσεις προκύψουν θα πρέπει να εφαρμοστούν στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.