Τον περασμένο Σεπτέμβριο, στο 73ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα. Στην πρεμιέρα της, το κοινό χειροκροτούσε, λέγεται, επί είκοσι λεπτά. Διανομή ωστόσο σε ελληνική αίθουσα δεν πήρε. Οπως και σε άλλες χώρες, για την ακρίβεια, και όχι για πρώτη φορά: με διάρκεια 3 ώρες και 46 λεπτά, η ταινία «Η γυναίκα που έφυγε» του Λαβ Ντίαζ, αν και από τις μικρότερες του 58χρονου σκηνοθέτη, μοιάζει να διατηρεί την ατυχή παράδοση που τον θέλει να εμφανίζεται συχνά στις διεθνείς κινηματογραφικές διοργανώσεις, αλλά κάπως σπανιότερα σε δημοφιλείς εμπορικούς κινηματογράφους. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με το οκτάωρο «A lullaby to the sorrowful mystery», που πέρυσι είχε διαγωνιστεί για τη Χρυσή Αρκτο στο Βερολίνο, ή με το πεντάωρο «From what is before», που το 2014 τιμήθηκε με τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Οπως μάλιστα κι εκείνες οι ταινίες, «Η γυναίκα που έφυγε» έχει ως αφετηρία τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στη χώρα του Ντίαζ, τις Φιλιππίνες. Πόσα εισιτήρια, θα έλεγε ένας αιθουσάρχης, να κόψει μια πολύωρη ταινία από τόσο μακριά;
Ο 58χρονος Ντίαζ βέβαια, επιστρατεύοντας καλοδουλεμένα αφηγηματικά επίπεδα και αλληλοσυνδεόμενες καθημερινές ιστορίες, πετυχαίνει να μεταγράψει τον προβληματισμό για τη χώρα του, σε μια κινηματογραφική γλώσσα ιδιοσυγκρασιακή αλλά παγκόσμια. Ειδικά «Η γυναίκα που έφυγε» είναι εμπνευσμένη από το διήγημα του Τολστόι «Ο Θεός βλέπει την αλήθεια αλλά περιμένει» και παρακολουθεί την ιστορία της Χοράσια, μιας γυναίκας που βρίσκεται τριάντα χρόνια στη φυλακή για φόνο που δεν διέπραξε. που ελευθερώνεται όταν η πραγματική ένοχος αυτοκτονεί αφήνοντας ένα γράμμα όπου αποκαλύπτει την αλήθεια και υποδεικνύει τον ηθικό αυτουργό. που βγαίνοντας αναζητά τη χαμένη οικογένειά της, αντιμετωπίζοντας μια χώρα παραδομένη στη διαφθορά. και που οδεύοντας στη Μανίλα, όπου ο υπαίτιος ζει ως άρχοντας του υποκόσμου, αγοράζει ένα όπλο. Οχι πάντως ότι πρόκειται, σύμφωνα με τις κριτικές, για μια κλασική ιστορία εκδίκησης στο στυλ λ.χ. του Ταραντίνο. Ο Ντίαζ ενδιαφέρεται εξίσου για τη συγχώρεση, την αυτοδικία, την ευθύνη, το σημάδι της ιστορίας πάνω στον άνθρωπο και αντίστροφα ή τη θέση της γυναίκας σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο.
Οπως τον ενδιαφέρει και ο χώρος που οι ήρωες, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους, οι συμβολισμοί και οι ιδέες χρειάζονται ώστε να αναπνεύσουν: τα ασπρόμαυρα, στατικά πλάνα του ψηλαφίζουν όλες τις πτυχές της ατομικής και της συλλογικής συνθήκης των πρωταγωνιστών του και των κατοίκων της χώρας του. Τον όρο «αργό σινεμά», που υποτίθεται ότι υπηρετεί, τον αρνείται. «Οπως και στην ποίηση, τη μουσική ή τη ζωγραφική σε μικρό ή μεγάλο καμβά, δεν καταλαβαίνω γιατί δίνουμε έμφαση στη διάρκεια» έλεγε παλιότερα. Μιλώντας για τη «Γυναίκα που έφυγε» και για εκείνο το διήγημα του Τολστόι, ήταν εξίσου στοχαστικός: «Οταν το διάβασα, τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το πώς κανείς μας στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει τι είναι η ζωή. Ισως είναι μία από τις βασικές αλήθειες της ύπαρξης. Κάποιοι ίσως μπορούν να νιώσουν μια συνέχεια, την αίσθηση μιας ακολουθίας. Και πιο συχνά, υπομένουμε το τυχαίο».