Κυριαρχεί η άποψη ότι η μετα-αλήθεια (αυτό που προσφυώς μέλος της κυβέρνησης αποκάλεσε φακ νιους) είναι πρόσφατη ανακάλυψη. Ομως ήδη από το 2008, το βιβλίο «Agnotology: the making and unmaking of ignorance» (επιμ. R. Proctor) μας θύμιζε ότι οι ψευδείς ειδήσεις είναι βλαπτικές όταν εντάσσονται σε μια συνολική στρατηγική «επιστημονικής προώθησης άγνοιας». Μια στρατηγική που αξιοποιεί μεμονωμένες ειδήσεις για την κατασκευή μιας συνολικής θέσης. Οταν πίσω από τα μικρά ψεύδη των ειδήσεων κρύβεται ένα μεγάλο διαχρονικό ψεύδος.
Πρώτο παράδειγμα: η στρατηγική της βιομηχανίας τσιγάρων να αμφισβητήσει τις ατράνταχτες επιστημονικές αποδείξεις στη σχέση καπνίσματος – καρκίνου (και άλλων 327 ασθενειών). Οι έρευνες υπάρχουν από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η στρατηγική: να μη θιγούν τα κέρδη για πάνω από 20 χρόνια. 50 χρόνια μετά οι βιομηχανίες ζουν και βασιλεύουν
Δεύτερο παράδειγμα: η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Προωθείται η «επιστημονική» άποψη ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν / δεν ήθελαν / δεν τους ταίριαζε η ισότητα με τους άνδρες. Στρατηγική: να κρατηθούν στο περιθώριο για όσο το δυνατόν περισσότερο. 50 χρόνια μετά, οι γυναίκες ακόμα προσκρούουμε σε γυάλινες οροφές.
Τρίτο παράδειγμα: η διακυβέρνηση της χώρας και τα greek statistics. Προωθείται η άποψη ότι τις μεταρρυθμίσεις τις θέλουν μόνο μερικοί ιδεοληπτικοί φιλελεύθεροι. Στρατηγική: η νομή της εξουσίας. Αποτέλεσμα: παρά την έλευση της τρόικας, το πολιτικό προσωπικό και οι επιλογές του παραμένουν τα ίδια (με ορισμένες μετονομασίες: π.χ. Βαθύ ΠΑΣΟΚ = ΣΥΡΙΖΑ).
Τι μας λέει, λοιπόν, η νέα επιστήμη παραγωγής άγνοιας; Από τα τρία παραδείγματα βγαίνουν τρία διδάγματα:
Πρέπει να υπάρχει κόλπο –μια βαθύτερη και διαχρονική επιδίωξη στην οποία να εντάσσεται το ψεύδος. Το κέρδος για τα τσιγάρα, η κυρίαρχη θέση των ανδρών, η εξουσία.
Για να πετύχει το κόλπο, όμως, χρειάζεται φυσικός αυτουργός –ο οποίος να προωθεί την ψευδή είδηση και να μην έχει ηθικούς ενδοιασμούς. Η βιομηχανία επιστράτευσε επιστήμονες και ερευνητικές ομάδες. Η εδραίωση των ανδρών απαιτούσε αντίστοιχα «αντικειμενικούς σχολιαστές». Τα greek statistics απαιτούσαν και αυτά σοβαροφανείς υποστηρικτές από τα πανεπιστήμια και υπάκουους σχολιαστές στα μίντια –προκειμένου το εξόφθαλμα αστήρικτο να εμφανιστεί ως το πασιφανώς λογικό.
Για να υπακούσουν όλοι οι φυσικοί αυτουργοί χρειάζονται αυτονοήτως και τα κατάλληλα κίνητρα: ερευνητικά κονδύλια, θώκοι (διάφοροι), μερίδιο στην εξουσία.
Ακόμα και έτσι, όμως, η σωστή παραγωγή άγνοιας χρειάζεται και κάτι άλλο χωρίς το οποίο δεν μπορεί να προχωρήσει. Χρειάζεται ένα κορόιδο που να δέχεται αδιαμαρτύρητα το κοινωνικό κόστος τού να κάνεις το άσπρο μαύρο. Αυτό είναι εύκολο αν μιλούμε για συστήματα που δεν είναι κλειστά –ώστε ο παραγωγός του ψέματος να μπορεί να μετακυλίσει το κόστος σε άλλους, άσχετους.
Ετσι, τις βιομηχανίες τσιγάρου δεν τις ένοιαζε που πέθαιναν καπνιστές. Αυτές δεν ήταν υπεύθυνες για το νοσοκομείο –και δεν πλήρωσαν ούτε καν τα έξοδα νοσηλείας του Marlboro Man όταν αυτός πέθανε από καρκίνο. Οι άνδρες, πάλι, περνούσαν το κόστος της ανισότητας στις γυναίκες (τους).
Ομως, η διακυβέρνηση της χώρας είναι ένα κλειστό κύκλωμα –το κόστος της οδήγησης στα τυφλά (θα έπρεπε να) γυρίζει πίσω στον οδηγό. Δυστυχώς στην Ελλάδα το θέμα αυτό λύθηκε με την απόσειση ευθυνών. Παλιότερα το ένα κόμμα περνούσε το φταίξιμο στο άλλο. Από το 2010 όλα μαζί το περνάνε στην τρόικα. Σύσσωμοι όλοι τελικά επιστρέφουν στο ένα, μεγάλο, διαχρονικό κορόιδο: τον ελληνικό λαό.
Η Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο