Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τότε που η Αριστερά είχε εισβάλει ως μόδα (μαζί με τις κλαρωτές φούστες και τις καλαθούνες) στα ρετιρέ του Κολωνακίου και άλλων μεγαλοαστικών συνοικιών της εποχής, υπήρχε το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού –ο «παππούς», ας πούμε, του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, αν και το συγκεκριμένο γενεαλογικό δέντρο έχει υποστεί ποικίλους μετασχηματισμούς. Η λούμπα στην οποία έπεφταν τότε οι περισσότεροι νεοσσοί στα κομματικά ήταν ότι αναφέρονταν σε ΚΚΕ εσωτερικού και ΚΚΕ εξωτερικού. Κάτι που έκανε έξαλλα τα παιδιά του Περισσού, του ορθόδοξου, όπως έλεγαν, κομουνιστικού κόμματος. Σαράντα χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού και ο ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού είναι επισήμως δύο κόμματα σε ένα, δύο ψυχές σε ένα σώμα, δύο πόδια σε ένα παπούτσι, εμ σαμπού, εμ κοντίσιονερ.
Η πρόκληση, η προσβολή, η αυταρέσκεια, ο πολιτικός εγωκεντρισμός (όπως θέλετε πείτε το) είναι ότι το κυβερνών κόμμα δεν κρατάει πλέον ούτε τα προσχήματα. Καμία έστω και επίφαση δικαιολογίας για τα παρακάλια στην Κριστίν Λαγκάρντ, το όλο κάτω και πιο κάτω και πολύ πιο παρακάτω του αφορολόγητου και για το πώς οι κόκκινες γραμμές έγιναν λευκές σημαίες. Ενα ποντίκι (στην Ευρώπη) που εξακολουθεί να βρυχάται (στην Ελλάδα) και να κάνει επίδειξη λεκτικών λεονταρισμών που, όλο και πιο συχνά, φαίνεται ότι δεν πείθουν πια ούτε αυτούς που τους αρθρώνουν. Η παραδοχή του λάθους είναι πολύ πιο οδυνηρή από τις συνέπειές του στο μυαλό της κυβέρνησης, που από το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς δεν προσπαθεί να διασώσει ούτε καν το στοιχειώδες φιλότιμο.