Το κυπριακό πρόβλημα διάγει αισίως πάνω από μισό αιώνα, αφότου κατέρρευσαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και 43 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή. Πρέπει να είναι, νομίζω, φανερό στον καθένα ότι η διαιώνιση του προβλήματος όχι μόνο καθιστά τη λύση της επανένωσης πιο δύσκολη, αλλά δημιουργεί και τεράστιους κινδύνους είτε για οριστικοποίηση της διχοτόμησης είτε για προσάρτηση των κατεχόμενων περιοχών στην Τουρκία. Οσοι, λοιπόν, είτε ανοιχτά είτε έμμεσα υποσκάπτουν την προσπάθεια για επανένωση στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας έχουν την υποχρέωση να μας υποδείξουν την εναλλακτική πορεία και να επιχειρηματολογήσουν για τις στοιχειώδεις δυνατότητες επιτυχίας.
ΤΟ ΕΥΚΟΛΟ «ΟΧΙ». Στην πολιτική είναι πολύ εύκολο να εκστομίζει κάποιος συνθήματα και παχιά λόγια. Είναι εύκολο να λέει πάντα «όχι» στις προτάσεις της διεθνούς κοινότητας. Αυτή η πολιτική που κατά κόρον ασκείται στην Κύπρο από τις εθνικιστικές δυνάμεις του εξτρεμιστικού λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου συχνά ενισχύεται από δηλώσεις και πατριωτικές κορόνες, τόσο υπουργών όσο και πολιτειακών αξιωματούχων στην Ελλάδα. Και όσον αφορά τα κυπριακά κόμματα που κινούνται σε αυτήν τη λογική, υπάρχει εξήγηση για τη στάση τους αυτή. Ολοι, άλλοι καθαρά και άλλοι πλαγίως, απορρίπτουν την ομοσπονδιακή λύση ως ρατσιστική και αγωνίζονται με νύχια και με δόντια να τη ματαιώσουν. Από την πρώτη ημέρα που άρχισε να συνομιλεί ο Αναστασιάδης με τον Ακιντζί, κατηγορούν τον πρόεδρο για μειοδοσία και ξεπούλημα της Κύπρου. Τα ίδια έκαναν και με τον προκάτοχο του Δημήτρη Χριστόφια. Τον Ακιντζί, τον πιο μετριοπαθή και συνεννοήσιμο Τουρκοκύπριο με τον οποίο θα μπορούσαμε να τα βρούμε, τον παρουσιάζουν ως κατοχικό ηγέτη, ως όργανο και πιόνι της Αγκυρας που απλώς εκτελεί τις εντολές της. Τον μηδενισμό αυτών των κομμάτων τον κατάλαβε ο κυπριακός λαός και γι’ αυτό έταξε όλα αυτά τα κόμματα μαζί ως μια καθαρή μειοψηφία, απορρίπτοντας τη μαξιμαλιστική τους στάση. Οπως ο κυπριακός λαός κατάλαβε, δυστυχώς με καθυστέρηση, τη μεγάλη εξαπάτηση της οποίας έτυχε το 2004 και γι’ αυτό δεν επέτρεψε στον Τάσσο Παπαδόπουλο ούτε καν να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2008. Και το μεγάλο ερώτημα είναι: Αν δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε με τον Ακιντζί, με ποιον θα βρούμε λύση; Γιατί όλοι οι πιθανοί του διάδοχοι είναι ακραίοι και ασφαλώς πιο σκληροί, άκαμπτοι και αδιάλλακτοι.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΞΥΝΣΗΣ. Με αυτά τα δεδομένα θα ήταν ενδιαφέρον να ακούσουμε τους πιο πάνω αξιωματούχους στην Ελλάδα να μας εξηγήσουν πώς σκέφτονται το όλο ζήτημα. Γιατί με τις εμπρηστικές ή απολίτικες ή ακραίες δηλώσεις τους, προαναγγέλλοντας ακόμα και θερμό επεισόδιο στην Κύπρο κατακαλόκαιρα, στην καρδιά της τουριστικής περιόδου, πρέπει να συνειδητοποιούν ότι σπρώχνουν τα πράγματα στα άκρα. Παίζουν το παιχνίδι της Τουρκίας για αύξηση της έντασης και ματαιώνουν τις όποιες ελπίδες για επανένωση της Κύπρου στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Ηδη, με τις μέχρι τώρα συνομιλίες, επιτεύχθηκαν η αποχώρηση του τουρκικού στρατού, η επιστροφή σημαντικών εδαφών και περιουσιών και η διασφάλιση μιας κυριαρχίας, ενός και μόνον κράτους, με μια διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια. Και η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κεκτημένο για όλους τους Κυπρίους. Ολα αυτά δεν είναι στόχοι, είναι συμφωνημένες ήδη διευθετήσεις μεταξύ Αναστασιάδη και Ακιντζί. Οπως συμφωνημένοι είναι οι αριθμοί των πολιτών των δύο συστατικών μερών της ομοσπονδίας σε αναλογία 4:1, όπως ήταν δηλαδή το 1974, με εξουδετέρωση του κινδύνου για αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου μέσω της μαζικής εισροής εποίκων από την Τουρκία. Οταν, λοιπόν, καταφέρουν να ματαιώσουν αυτήν τη λύση και βρεθούμε κατάφατσα είτε με την ταϊβανοποίηση των κατεχομένων είτε με την προσάρτηση του Βορρά στην Τουρκία, τι θα μας πουν; Μήπως ότι η Κύπρος είναι μακριά και η Ελλάδα δεν μπορεί να βοηθήσει; Γιατί αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί και ο κυπριακός λαός ζει τις συνέπειες στο πετσί του για 43 ολόκληρα χρόνια.
Ο Μιχάλης Παπαπέτρου είναι πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας