Οι άνθρωποι που έχουν γίνει γονείς, συνήθως ζουν περισσότερα χρόνια, σε σχέση με όσους δεν έχουν αποκτήσει παιδιά, σύμφωνα με μια νέα σουηδική επιστημονική έρευνα.
Στην ηλικία των 60 ετών, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μπορεί να φθάσει τα δύο χρόνια υπέρ των ανδρών που έχουν παιδιά, ενώ για τις γυναίκες μητέρες το «κέρδος» είναι λίγο μικρότερο (έως 18 μήνες).
Το φύλο των παιδιών – αγόρι ή κορίτσι- δεν φαίνεται να παίζει ρόλο, άρα δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς κορίτσι για να δει καλά γεράματα!
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Κάριν Μόντιγκ του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Ιατρικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επιδημιολογίας “Journal of Epidemiology & Community Health”, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 1,5 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες άνω των 60 ετών.
Οπως αναμενόταν, διαπιστώθηκε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία κάποιου, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος θανάτου του, ανεξάρτητα από το αν είναι γονιός ή όχι. Ομως ο κίνδυνος θανάτου σε οποιαδήποτε ηλικία πάνω από τα 60 είναι συγκριτικά μικρότερος για τους γονείς ενός ή περισσότερων παιδιών – περισσότερο για τους άνδρες απ’ ό,τι για τις γυναίκες. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος θανάτου μέσα στον επόμενο χρόνο για έναν 80χρονο ήταν 7,4% αν ήταν γονιός και 8,3% αν ήταν άτεκνος.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το «κέρδος» των γονιών δεν είναι τόσο βιολογικό, όσο ψυχοκοινωνικό, καθώς τα παιδιά «χτίζουν» ένα δίχτυ προστασίας και υποστήριξης στους γονείς τους, όταν αυτοί το χρειάζονται σε μεγάλη ηλικία, κάτι στο οποίο δεν μπορούν να βασιστούν οι άτεκνοι ηλικιωμένοι. Από την επίσκεψη μαζί στον γιατρό έως το σπάσιμο της μοναξιάς χάρη στα παιδιά τους, οι γονείς τελικά ωφελούνται στο προσδόκιμο ζωής τους.
Προηγούμενες μελέτες είχαν βρει ότι, τουλάχιστον για τις φτωχές γυναίκες, τα πολλά παιδιά μάλλον συντομεύουν τη ζωή. Μία φτωχή γυναίκα με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά έχει μικρότερο προσδόκιμο ζωής κατά περίπου 3,5 χρόνια.
Ομως η νέα σουηδική μελέτη δείχνει ότι κατά μέσο όρο μια μητέρα ζει 84,6 χρόνια έναντι 83,1 μίας άτεκνης γυναίκας, ενώ ένας πατέρας έχει μέσο προσδόκιμο ζωής 80,2 ετών έναντι 78,4 ενός άτεκνου άνδρα.
Η «ψαλίδα» στον κίνδυνο θανάτου μεταξύ γονιών και άτεκνων ανθρώπων αυξάνεται σταδιακά με την ηλικία και είναι κάπως μεγαλύτερη για τους άνδρες απ’ ό,τι για τις γυναίκες. Ετσι, στην ηλικία των 60 ετών η διαφορά του κινδύνου θανάτου μέσα στο επόμενο έτος ήταν 0,06% για τους άνδρες και 0,16% για τις γυναίκες. Στην ηλικία των 90 ετών τα αντίστοιχα ποσοστά ήσαν αυξημένα σε 1,47% για τους άνδρες και 1,10% για τις γυναίκες.