Τις γενικές αρχές και τους ελάχιστους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και ηθικής συμπεριφοράς, που πρέπει να τηρούνται απέναντι στον καταναλωτή από τις επιχειρήσεις, ορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο που ετοίμασε το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Ο νέος κώδικας θα εφαρμόζεται σε όλες τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, στο πλαίσιο των συμβάσεων πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών, έναντι αμοιβής εξ ολοκλήρου διαδικτυακά – δηλαδή με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως, χωρίς να είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη φυσική παρουσία των δύο μερών (συναλλαγές B2C).
Ο Κώδικας, περιλαμβάνει κυρίως κανόνες αυτορρύθμισης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο που απευθύνεται σε καταναλωτές και ισχύει με την επιφύλαξη της ενωσιακής και ελληνικής νομοθεσίας περί ηλεκτρονικού εμπορίου και προστασίας του καταναλωτή, τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά.
Συγκεκριμένα, ο Κώδικας Δεοντολογίας για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
* Οι όροι της σύμβασης παροχής υπηρεσιών ή και πώλησης προϊόντων, πρέπει να είναι αναρτημένοι στον διαδικτυακό τόπο της επιχείρησης, σε σημείο στο οποίο εύκολα μπορεί να έχει πρόσβαση ο καταναλωτής.
* Με ευθύνη της επιχείρησης, καθίσταται σαφής στον καταναλωτή ο χρόνος κατά τον οποίο θεωρείται ότι έχει συναφθεί η σύμβαση, κατά τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία. Ο καταναλωτής θα πρέπει να έχει επαρκή ενημέρωση για την πορεία της παραγγελίας του.
* Η επιχείρηση σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι ο καταναλωτής δεν είχε σωστή πληροφόρηση ή η σύναψη της σύμβασης δεν έγινε με τη ρητή συγκατάθεσή του, οφείλει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια να επιλύσει το ζήτημα σε εύλογο χρόνο.
* Το προσωπικό των επιχειρήσεων του κλάδου του ηλεκτρονικού εμπορίου, το οποίο έρχεται σε επικοινωνία με τους καταναλωτές για την παροχή υπηρεσιών ή και πώληση προϊόντων, πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένο και να απαντά στις εύλογες ερωτήσεις των καταναλωτών με σαφήνεια και ακρίβεια.
* Το προσωπικό της επιχείρησης δεν θα πρέπει να εκμεταλλεύεται την αδυναμία καταναλωτών που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως ηλικιωμένων, ανήλικων ατόμων, ατόμων που δεν καταλαβαίνουν καλά την ελληνική γλώσσα, είτε ατόμων με ειδικές ανάγκες. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να προβαίνουν σε προσεκτικές, ακριβείς και αντικειμενικές περιγραφές των προϊόντων και υπηρεσιών που απευθύνονται ειδικά σε τέτοια άτομα, κατά τρόπο εύληπτο και κατανοητό, ώστε να μην τα παραπλανούν όσον αφορά το πραγματικό μέγεθος, την αξία, τη φύση, τον σκοπό, την ανθεκτικότητα, την απόδοση και την τιμή του εκάστοτε διαφημιζόμενου προϊόντος ή υπηρεσίας.
* Οι επιχειρήσεις οφείλουν να λαμβάνουν μέριμνα για την ασφάλεια των συναλλαγών που πραγματοποιούνται με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ). Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να παίρνουν κάθε κατάλληλο μέτρο, ώστε να παρέχουν τη νομίμως προβλεπόμενη ασφάλεια ηλεκτρονικών συναλλαγών (ανάλογη προς τα διάφορα στάδια ολοκλήρωσης αυτών) και δεδομένων (προσωπικών ή μη) που συλλέγουν και επεξεργάζονται, καθώς και να ενημερώνουν τους συναλλασσόμενους για τις βασικές παραμέτρους της χρησιμοποιούμενης ασφάλειας και τήρησης απορρήτου.
* Δεν επιτρέπεται η συλλογή, αποθήκευση ή επεξεργασία των δεδομένων που ο νόμος χαρακτηρίζει ως ευαίσθητα, δηλαδή τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες εκτός αν πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που ο νόμος και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ορίζουν.
* Ο καταναλωτής έχει αναφαίρετο δικαίωμα αναιτιολόγητης και αζήμιας υπαναχώρησης από κάποια αγορά προϊόντος, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε κείμενης νομοθεσίας. Πριν ο καταναλωτής δεσμευτεί συμβατικώς, ο προμηθευτής πρέπει να τον ενημερώσει, με σαφή, ευκρινή και κατανοητό τρόπο, στη γλώσσα του, για το δικαίωμά του για άσκηση αναιτιολόγητης και αζήμιας υπαναχώρησης εντός της νομίμως προβλεπόμενης προθεσμίας των δεκατεσσάρων ημερών, που αρχίζει από το χρονικό σημείο που καθορίζει κάθε φορά ο νόμος.