Πολλά παυσίπονα φάρμακα που θεωρούνται ασφαλή από τους καταναλωτές σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανακοπής της καρδιάς, σύμφωνα με μία νέα έρευνα.
Τα φάρμακα αυτά είναι μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (είναι γνωστά και με τη συντομογραφία ΜΣΑΦ) και είναι από τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα στον κόσμο, αφού σε πάρα πολλές χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.
Οι γιατροί κατ’ επανάληψιν έχουν προειδοποιήσει να μην τα παίρνουμε για ψύλλου πήδημα και σίγουρα όχι για πολύ καιρό, αλλά στην πραγματικότητα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τα παίρνουν καθημερινά και επί μήνες ή χρόνια.
«Το να επιτρέπεται η διάθεση αυτών των φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή και χωρίς ιατρική συμβουλή ή περιορισμούς, στέλνει στο κοινό το μήνυμα ότι τα φάρμακα αυτά είναι ασφαλή», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Γκούναρ Γκίσλασον, καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, στη Δανία.
«Προγενέστερες μελέτες, όμως, έχουν δείξει ότι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, γεγονός που προκαλεί ανησυχίες επειδή χρησιμοποιούνται τόσο ευρέως».
Η νέα μελέτη διερεύνησε την πιθανή συσχέτιση των φαρμάκων με την καρδιακή ανακοπή. Ο δρ Γκίσλασον και οι συνεργάτες του αναζήτησαν στην ιατρική βάση δεδομένων της πατρίδας τους όλους τους συμπατριώτες τους οι οποίοι είχαν νοσηλευθεί με καρδιακή ανακοπή μεταξύ 2001-2010.
Επιπλέον, εξέτασαν όλα τα στοιχεία για χορηγήσεις των ΜΣΑΦ από τα φαρμακεία της Δανίας από το 1995 και μετά. Στα φάρμακα που εξέτασαν συμπεριλαμβάνονται η δικλοφενάκη, η ναπροξένη, η ιβουπροφαίνη και οι αναστολείς του COX-2 ροφεκοξίμπη και σελεκοξίμπη.
Συνολικά, οι ερευνητές εντόπισαν 28.947 ασθενείς οι οποίοι είχαν υποστεί ανακοπή καρδιάς την ώρα που εκτελούσαν διάφορες καθημερινές δραστηριότητες. Οι 3.376 από αυτούς είχαν πάρει ΜΣΑΦ τις 30 ημέρες πριν από την ανακοπή.
Τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα ΜΣΑΦ ήταν η ιβουπροφαίνη και η δικλοφενάκη, τα οποία είχε πάρει το 51% και 22% των ασθενών αυτών αντίστοιχα.
Η ανάλυση των στοιχείων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση των ΜΣΑΦ γενικώς σχετιζόταν με αύξηση κατά 31% του κινδύνου καρδιακής ανακοπής, με τη χρήση δικλοφενάκης να σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου κατά 50% και τη λήψη ιβουπροφαίνης με αύξηση κατά 31%.
Η ναπροξένη, η σελεκοξίμπη και η ροφεκοξίμπη δεν φάνηκε να συσχετίζονται με την καρδιακή ανακοπή, αλλά αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι ήταν λίγοι οι ασθενείς που έπαιρναν αυτά τα φάρμακα, εκτιμούν οι ερευνητές.
«Τα ευρήματά μας αποτελούν ισχυρή προειδοποίηση ότι τα ΜΣΑΦ δεν είναι αβλαβή», τονίζει ο δρ Γκίσλασον. «Η δικλοφενάκη και η ιβουπροφαίνη, που είναι δύο φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως, σχετίζονται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο καρδιακής ανακοπής.
»Επομένως, τα ΜΣΑΦ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και μόνο όπου ενδείκνυται η χρήση τους. Είναι επίσης πιθανό να πρέπει να αποφεύγονται από ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα ή πολλούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου».
Και πρόσθεσε: «Δεν νομίζω ότι αυτά τα φάρμακα πρέπει να πωλούνται σε σούπερ μάρκετ ή βενζινάδικα (σ.σ. όπως ισχύει σε πολλές χώρες) όπου δεν υπάρχει επαγγελματική συμβουλή για τον τρόπο χρήσης τους. Πρέπει να είναι διαθέσιμα μόνο στα φαρμακεία, σε περιορισμένες ποσότητες και σε χαμηλές δόσεις».
Ο δρ Γκίσλασον συνιστά στους ασθενείς να μην υπερβαίνουν τα 1.200 ιβουπροφαίνης την ημέρα και να παίρνουν έως 500 mg ναπροξένης «που πιθανώς είναι το ασφαλέστερο ΜΣΑΦ» την ημέρα. Ωστόσο δεν πρέπει ποτέ να παίρνουν δύο ή περισσότερα αντιφλεγμονώδη την ίδια χρονική περίοδο.
Όσον αφορά τη δικλοφενάκη, «είναι η πιο ριψοκίνδυνη απ’ όλα και πρέπει να την αποφεύγουν όσοι έχουν καρδιαγγειακή νόσο αλλά και ο γενικός πληθυσμός. Υπάρχουν ασφαλέστερα φάρμακα με παρόμοια αναλγητική δράση, επομένως δεν υπάρχει λόγος να την λαμβάνει κάποιος», είπε.
Και κατέληξε: «Το μήνυμα που περνάει στο κοινό για τα ΜΣΑΦ είναι λανθασμένο. Η μελέτη μας ενισχύει τα ευρήματα για τις ανεπιθύμητες καρδιαγγειακές επιδράσεις τους και επιβεβαιώνει ότι πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και να τα χρησιμοποιούμε μόνο έπειτα από ιατρική συμβουλή».
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση European Heart Journal – Cardiovascular Pharmacotherapy.