«Παράδοξη ευτυχία»: «Οι άνθρωποι ερωτεύονται όσο είναι ερωτευμένοι και ξυπνούν τη στιγμή που παντρεύονται» έγραψε ο Λόπε δε Βέγα και η Ελενα, ηρωίδα αυτού του εξαιρετικού φιλμ που υπογράφει ο Σβεν Τάντικεν, είναι παραδομένη σε μια εφιαλτική πραγματικότητα όντας εγκλωβισμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο. Χτίζει μικρές άμυνες, πότε μέσα από την καθημερινότητα μιας ρουτίνας που τηρεί σχεδόν με στρατιωτική πειθαρχία και πότε μέσω της πίστης στον Θεό. Μια πίστη που ο σύζυγός της αποστρέφεται (οι αντιδράσεις του παγώνουν το αίμα) και εκείνη δείχνει να εγκαταλείπει όσο τα χρόνια περνούν.

Κάπου εκεί συναντά έναν διάσημο ψυχολόγο, τον Εντουαρντ Γκλουκ. «Εχω ένα πρόβλημα» του λέει, με το που τον συναντά. Εκείνος μοιάζει εντελώς απόρθητος και πλήρης –τούτη και η δική του μικρή άμυνα. Κι όμως, τα βιβλία του υπόσχονται μια ευτυχία που μπορούμε να δημιουργήσουμε μόνοι, δίχως τη βοήθεια ενός «συντρόφου» ή ενός αμέτοχου Θεού. Πού όμως ριζώνει αυτή η βαθύτερη πνευματική διάσταση; Στην ελευθερία του έρωτα ή στον αυτοπεριορισμό;

Η κάμερα του Τάντικεν μένει συχνά προσηλωμένη στα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών, της Μαρτίνα Γκέντεκ και του Ούλριχ Τουκούρ (κομψά εσωστρεφής η πρώτη, υπογείως σαρκαστικός ο δεύτερος), αναζητώντας ένα νεύμα, μια υποχώρηση, μια έστω στιγμιαία αποδέσμευση από τα πάντα. Και παρά τη φαινομενικά τιθασευμένη γραφή, το περιεχόμενο άνετα θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον Λαρς φον Τρίερ. Με μια βασική διαφορά: στον Τρίερ, ο ακραίος ερωτισμός λειτουργεί και ως απολογία του πάθους. Ο Τάντικεν δεν δείχνει να έχει τέτοιου είδους προβλήματα –και αυτό προέρχεται κυρίως από το πρωτότυπο υλικό: η ταινία αποτελεί μεταφορά του βιβλίου «Original Bliss» της Σκωτσέζας AΛ Κένεντι και πολλοί εκ των διαλόγων έχουν περάσει εξ ολοκλήρου στη μεγάλη οθόνη.

Το μεγάλο επίτευγμα του φιλμ έγκειται στο ότι οι κουβέντες αυτές διατηρούν τη λογοτεχνική τους ποιότητα και, παράλληλα, αποκτούν μια γνήσια κινηματογραφική διάσταση, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις κορυφαίες στιγμές του Ρομέρ ή και του Μάικ Λι. Οπως κι εκεί, έτσι κι εδώ, δεν έχουμε κάποιες βαθυστόχαστες απαντήσεις για τα τραύματα που μας ενώνουν, πέραν αυτού που ακούγεται χαμηλοφώνως: το άγγιγμα είναι προτιμότερο από τη θεωρία.

Βαθμοί: 7

Η ενοχή των γιατρών

«Το άγνωστο κορίτσι»: Τίποτα πιο αδυσώπητο από την ενοχή εκείνων που έχουν ορκιστεί να μας προστατεύουν. Σε ένα νοσοκομείο, μια νεαρή ειδικευόμενη ακούει το κουδούνι στο ιατρείο της έπειτα από μια μεγάλη και κουραστική ημέρα, αλλά δεν απαντά. Το επόμενο πρωί, η αστυνομία την ενημερώνει ότι μια άγνωστη γυναίκα βρέθηκε νεκρή κοντά στο σπίτι της. Κι εκείνη, γεμάτη ενοχές, θέτει σκοπό της ζωής της να ανακαλύψει την ταυτότητά της, ενίοτε θέτοντας τη ζωή της σε κίνδυνο. Είναι αλήθεια πως οι αδελφοί Νταρντέν δεν βρίσκονται εδώ στην κορυφαία τους στιγμή, με τις σημάνσεις να παίρνουν το πάνω χέρι, σκεπάζοντας την ίδια την πλοκή. Είναι όμως η φιλμική μαστοριά τους που σώζει το τελικό αποτέλεσμα, ενώ εξαίρετοι, όπως πάντα, είναι όλοι οι πρωταγωνιστές, απόλυτα ευθυγραμμισμένοι με τον ρεαλισμό που οι σκηνοθέτες υπηρετούν σταθερά, εδώ και χρόνια.

Βαθμοί: 6
Η αποδέσμευση

των ασθενών

«Ενα βήμα τη φορά»: Περιμένεις να δεις ένα βαρύ και ασήκωτο δράμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια διδακτική ιστοριούλα. Κι όμως, το φιλμ των Μεντί Ιντίρ και Γκραντ Κορ Μαλάντ σφύζει από ζωντάνια και χιούμορ. Παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς πως διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα κέντρο αποκατάστασης παραπληγικών! Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όμως, οι ηθοποιοί (Πάμπλο Πολί, Σουφιάν Γκεράμπ, Νελιά Αρζούν) στήνουν χαρακτήρες απτούς και ανταλλάσσουν γνήσιους διαλόγους της παρέας. Αυτή η αποδέσμευση από την οδύνη είναι που κρατά το ενδιαφέρον μας ενεργό μέχρι το τέλος του φιλμ γιατί, δυστυχώς, απουσιάζει ένα σαφές αφήγημα, ένα κάποιο δράμα με κορυφώσεις και αναστολές. Αν υπήρχε κάτι τέτοιο, πιθανότατα θα μιλούσαμε για μια μεγάλη ταινία. Αυτό όμως δεν μοιάζει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις προθέσεις του φιλμ. Κάτι που, προσωπικά, το βρίσκω εξαιρετικά τίμιο.

Βαθμοί: 5

Πολιτικό(;) θρίλερ

«Τρέξε!»: Αξιοπερίεργη περίπτωση τούτο το θρίλερ του Τζόρνταν Πιλ που πατά στο παράξενο πολιτικό κλίμα των ΗΠΑ για να στήσει ένα θρίλερ πάνω στις διαφυλετικές ανισότητες που μαστίζουν τη χώρα. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η ματιά του πάνω στο είδος, μιας και το «Τρέξε!» φλερτάρει άγρια με τη σάτιρα. Θυμίζει, αν θέλετε, μια κοινωνικώς προβληματισμένη εκδοχή του «Westworld» του Μάικλ Κράιτον ή, ακόμα καλύτερα, των «Γυναικών του Στέπφορντ» του Μπράιαν Φορμπς. Το στόρι έχει ως εξής: ο Αφροαμερικανός Κρις συνοδεύει τη λευκή κοπέλα του στο πατρικό της για να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο παρέα με τους γονείς της –και έρχεται αντιμέτωπος με μια μεγαλοαστική κοινότητα όπου οι μαύροι υποχρεώνονται σε πλύση εγκεφάλου. Εξαίσια ιδέα και σαφέστατες οι κοινωνικές προεκτάσεις, απουσιάζει όμως μια καθαρή κινηματογραφική έμπνευση: μονάχα η –ασταμάτητη και «τρομακτική» –μουσική μαρτυρά πως έχουμε να κάνουμε με θρίλερ.

Βαθμοί: 4

Ενα μεγάλο φιάσκο

«The last face»: Μόνο οι μεγάλοι σκηνοθέτες μπορούν να αποτύχουν τόσο μεγαλειωδώς όσο ο Σον Πεν σε αυτό εδώ το ερωτικό δράμα που επικεντρώνεται στον έρωτα της δρος Ρεν Πίτερσεν (Σαρλίζ Θέρον), διευθύντριας ενός διεθνούς οργανισμού ανθρωπιστικής βοήθειας, και του δρος Μιγκέλ Λεόν (Χαβιέρ Μπαρδέμ), ενός γιατρού, μέλους των Γιατρών του Κόσμου. Το δράμα τοποθετείται στον πόλεμο της Λιβερίας, τι να απομείνει όμως από την πραγματικότητα όταν αυτή ισοπεδώνεται από διαλόγους και καταστάσεις που μοιάζουν να προέρχονται από σαπουνόπερα β’ διαλογής; Κρίμα για το σπουδαίο καστ, που συμπληρώνεται από τους Ζαν Ρενό, Τζάρεντ Χάρις και Αντέλ Εξαρχοπουλός.

Βαθμοί: 3

Επίσης

«Η πεντάμορφη και το τέρας»: Εμα Γουότσον, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και Κέβιν Κλάιν πρωταγωνιστούν σε αυτήν τη νέα μεταφορά του γνωστού παραμυθιού, η προβολή της οποίας έγινε όταν εμείς βρισκόμασταν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.