Οταν σιωπά εκτίθεται κι όταν μιλά, και κυρίως όταν γράφει, εκτίθεται περισσότερο. Αυτό δυστυχώς ισχύει για τον Πρωθυπουργό και τη σχέση του με τα ευρωπαϊκά θέματα. Και δεν το λέω εγώ, αλλά η πρόσφατη αρθρογραφία του («Εφημερίδα των Συντακτών», 13 Μαρτίου).
Κανονικά δεν θα έπρεπε να παραβλέψουμε τα ξύλινα ελληνικά («αχαρτογράφητα δεδομένα», «να εκφυλίσει την ΕΕ») και την προσποιητή λαϊκότητα (παρομοιώσεις για στραβούς γιαλούς, ορειβάτες και κλεισμένους στις καμπίνες τους ναυτικούς), γιατί η έκφραση και η μορφή έχουν σημασία όταν εκφράζεται ένας Πρωθυπουργός, ακόμα και μέσα από τα λόγια των συμβούλων του. Ας το κάνουμε όμως κι ας επικεντρωθούμε στη διάθεση αποπροσανατολισμού που αποπνέει το κείμενο και στην έλλειψη κατανόησης των θεσμικών κανόνων και των πολιτικών όρων λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ακόμα και ύστερα από δύο χρόνια προσωπικής συμμετοχής.
Ο Πρωθυπουργός διαστρέφει συνειδητά την πραγματικότητα όταν διατείνεται ότι «η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στους στόχους της δεύτερης αξιολόγησης» ενώ η αξιολόγηση έχει αργήσει μήνες, η κατάληξή της είναι ακόμα εντελώς αβέβαιη και, ακόμα και να κλείσει, αυτό θα γίνει με πολύ δυσμενείς και κυρίως νέους όρους. Κοροϊδεύει λέγοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση δικαιούται να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης», ενώ έχει εξαρχής υιοθετήσει το δόγμα «Ευρώπη μόνο όπου βολεύει την Ελλάδα». Αποπροσανατολίζει όταν διακηρύσσει ότι «οι πολιτικοί χώροι της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Οικολογίας πρέπει να αναζητήσουν ηγεμονικό ρόλο στις εξελίξεις», ενώ οι τρεις χώροι είναι εντελώς διακριτοί και στην πολιτική δεν υπάρχει κανένα πρέπει, μόνο εκλογικές και κοινωνικές κατακτήσεις.
Λιγότερο συνειδητή, ίσως, αλλά εξίσου μακρινή με την πραγματικότητα είναι η πρωθυπουργική αντίληψη περί της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οχι, η διακήρυξη των κρατών-μελών για «ολοένα στενότερη ένωση» δεν έχει χάσει τη δυναμική και το περιεχόμενό της: αντίθετα, ιδίως μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας –που είχε επιμείνει ακριβώς στην υποβάθμιση αυτής της κατευθυντήριας αρχής –η ολοένα στενότερη ένωση μπορεί –και για πολλούς από εμάς πρέπει –να αποκτήσει νέο νόημα, κάτι που επιδιώκει, έστω και με όχι ιδανικό τρόπο η συζήτηση που άνοιξε με αφορμή τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής. Οχι, δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση μεταξύ «Ευρώπης πολλών ταχυτήτων» και «πολλαπλών επιλογών», αφού η πρώτη αποτελεί ακριβώς το θεσμικό μέσο για να υλοποιηθούν οι δεύτερες. Αυτό που διακυβεύεται είναι αν ως «πολλές ταχύτητες» εννοούμε τις «ενισχυμένες συνεργασίες» που προβλέπουν οι Συνθήκες ή άτυπες μορφές διαφοροποίησης και κυρίως αν τα παράλληλα επίπεδα θα μπορέσουν να λειτουργήσουν στην πράξη υπέρ της συνοχής (νοούμενης ως «ένας για όλους» και όχι «όλοι για έναν», όπως την αντιλαμβάνεται ο Πρωθυπουργός). Οχι, η συγκρότηση «μιας προοδευτικής εναλλακτικής ατζέντας» δεν είναι ο «μόνος δρόμος για μια δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη», ιδίως όσο και το «προοδευτική» και το «εναλλακτική» μένουν στα λόγια ή υπηρετούνται από πολιτικές δυνάμεις που με τις πράξεις τους υπονομεύουν τις ευρωπαϊκές αρχές (την ανεκτικότητα, την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, τον κοινό βηματισμό).
Ελπίζω το πρωθυπουργικό κείμενο να μην το διαβάσουν οι ευρωπαίοι ομόλογοί του. Γιατί θα καταλάβαιναν αυτό που έχουμε πια εμπεδώσει εμείς: για έναν ηγέτη πιο επικίνδυνη ακόμα και από την ιδεολογική αγκύλωση είναι η έλλειψη συγκρότησης.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος