Οι εντυπώσεις που προκλήθηκαν από το υπερπλεόνασμα του 2016 έχουν αρχίσει να ξεφουσκώνουν. Η πραγματική οικονομία, κινούμενη σε καθεστώς απόλυτης αβεβαιότητας, στέλνει το ένα αρνητικό μήνυμα μετά το άλλο, αλλά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης οραματίζεται πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 5% του ΑΕΠ το 2019.
Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών δείχνουν ότι το πρώτο δίμηνο του έτους ο προϋπολογισμός εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα 2,123 δισ. ευρώ. Σε πρώτη ανάγνωση πρόκειται για επίδοση αναμφίβολα θετική, ιδίως αν συνεκτιμηθεί ότι σε ετήσια βάση ο προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,793 δισ. ευρώ. Πάμε καλά.
Σε δεύτερη ανάγνωση, όμως, παρατηρεί κανείς ότι αφενός το φετινό πλεόνασμα του διμήνου είναι 25% χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό, αφετέρου τα συστατικά που το έθρεψαν είτε έχουν συγκυριακό χαρακτήρα είτε οφείλονται στην κλασική πρακτική τού «δεν πληρώνω» που εφαρμόζει το ελληνικό Δημόσιο. Μήπως τελικά δεν πάμε όσο καλά φαίνεται;
Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι κατά το ήμισυ το πρωτογενές πλεόνασμα τράφηκε από τη στάση πληρωμών που έχει κηρύξει το ελληνικό Δημόσιο και αποτυπώνεται σε υστέρηση δημοσίων δαπανών κατά 1 δισ. ευρώ το πρώτο δίμηνο σε σχέση με τους στόχους.
Τα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου προς τους ιδιώτες είχαν αυξηθεί κατά 300 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο, καθώς τα λεφτά από την προηγούμενη δόση τελείωσαν και κόντρα στις κυβερνητικές προσδοκίες ότι θα έρχονταν 1,8 δισ. ευρώ από τα δανεικά ανεξάρτητα από το κλείσιμο της αξιολόγησης, φρέσκο χρήμα στην οικονομία δεν μπήκε. Το Δημόσιο μοιραία κλείνει τις στρόφιγγες.
Χθες άλλωστε ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ το ξέκοψε εκ νέου. «Η ολοκληρωμένη αξιολόγηση είναι προϋπόθεση για την εκταμίευση περαιτέρω δόσης από τους πόρους του προγράμματος» αναφέρεται στην ατζέντα του Eurogroup της ερχόμενης Δευτέρας, αλλά η ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν φαίνεται άμεσα στον ορίζοντα. Ούτε τα λεφτά. Οι συνθήκες ασφυκτικής πίεσης στη ρευστότητα της αγοράς απειλείται να επανέλθουν δριμύτερες. Παράλληλα, τα φορολογικά έσοδα τα οποία συνέδραμαν και με το παραπάνω στο περυσινό πλεόνασμα, σε καθεστώς απόλυτης υπερφορολόγησης, φαίνεται να έχουν αγγίξει τα όριά τους. Το ίδιο και η κοινωνία.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ήταν περισσότερα κατά 409 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο. Μόνο που η υπέρβαση οφείλεται κατά 334 εκατ. ευρώ στο αυξημένο μέρισμα που απέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος στο ελληνικό Δημόσιο τον Φεβρουάριο. Για το σύνολο του έτους το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% του ΑΕΠ, αφήνοντας πίσω τον στόχο του Μνημονίου για 1,75%.
ΣΤΑ ΥΨΗ. Τα επόμενα χρόνια, θα πάμε –σε επίπεδο προβλέψεων –ακόμα καλύτερα. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα μαμούθ έως και το 2021, ποντάροντας (πιθανόν) στη δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας η οποία επί του παρόντος φαίνεται να χάθηκε στη στροφή του 2016.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg το οποίο επικαλείται δύο αξιωματούχους, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει στο σχέδιο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος της περιόδου 2018-2021 πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ το 2018, το οποίο θα εκτιναχθεί κοντά στο 5% του ΑΕΠ το 2019, εφόσον εφαρμοστούν τα πρόσθετα μέτρα που ζητούν οι δανειστές.
Ακόμα και χωρίς μέτρα, μάλιστα, το οικονομικό επιτελείο προβλέπει μια πραγματική απογείωση της ελληνικής οικονομίας με πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 4,5% το 2020 και άνω του 5% του ΑΕΠ το 2021. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές τις προβλέψεις δεν τις έχουν αποδεχθεί οι δανειστές, ενώ μάλιστα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν βλέπει πιθανό πρωτογενές πλεόνασμα ούτε καν στο ύψος του 3,5% του ΑΕΠ για καμία χρονιά μετά το 2018. Στα νούμερα, δανειστές και κυβέρνηση έχουν συμφωνήσει μόνο για το 2018, προκειμένου να κλείσει το δημοσιονομικό κενό με κάποιες έξτρα παρεμβάσεις σε περικοπές κοινωνικών επιδομάτων για να επιτευχθεί ο στόχος για 3,5%. Από κει και πέρα, η κουβέντα περιπλέκεται.
ΑΠΟΤΟΜΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ. Τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα σε όρους πραγματικής οικονομίας και όχι προβλέψεων είναι μάλλον δυσοίωνα. Το τελευταίο τρίμηνο του 2016 η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1,2%. Τα φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού δεν δείχνουν να ακολουθούν τη δυναμική του 2016, όταν οι φόροι έπεσαν βαρείς στις πλάτες της κοινωνίας. Ηταν τόσο ισχυρή η υπερφορολόγηση πέρυσι ώστε αποδείχθηκε ικανή και να τροφοδοτήσει υπέρβαση εσόδων σε σχέση με τους στόχους και να μείνουν απλήρωτες υποχρεώσεις 13,9 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα στην αγορά επικρατεί η απόλυτη αναστάτωση καθώς τα μπλοκάκια τρέχουν να κρυφτούν από τις εισφορές του ΕΦΚΑ και ο τραπεζικός τομέας είναι εγκλωβισμένος σε έναν κυκεώνα κυβερνητικών καθυστερήσεων και αδυνατεί πρακτικά να στηρίξει την οικονομία.
Σε αυτό το σκηνικό και με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης να κινείται σε καθεστώς απόλυτης αβεβαιότητας, αναλυτές προβλέπουν ότι η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% φέτος είναι τουλάχιστον επισφαλής, αν όχι προ πολλού ξεπερασμένη.
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό αποτελεί το κλειδί των εξελίξεων. Αν σήμερα η Ελλάδα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, όπως διαβεβαίωνε στα τέλη του 2016 η κυβέρνηση, η εικόνα θα ήταν διαφορετική. Ακόμα όμως δεν έχει κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση.
Χθες, σύμφωνα με πληροφορίες, πραγματοποιήθηκε η πρώτη από τις τηλεδιασκέψεις που είχαν προγραμματιστεί πριν αναχωρήσουν από την Αθήνα οι επικεφαλής του κουαρτέτου. Η συζήτηση όμως έγινε σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων και οι πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι «έκλεισε το κενό για το 2018». Θεωρητικά, είχε κλείσει από την προηγούμενη εβδομάδα όταν επιχειρήθηκε να καλλιεργηθεί κλίμα συγκλίσεων στις επαφές στο Χίλτον.
Τις επόμενες ημέρες μένει να φανεί αν θα υπάρξουν τηλεδιασκέψεις σε επίπεδο υπουργών και επικεφαλής του κουαρτέτου. Η διαπραγμάτευση έχει κολλήσει ιδίως στο θέμα των εργασιακών (ομαδικές απολύσεις, συνδικαλιστικός νόμος, λοκάουτ, μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων) αλλά και στο θέμα των συντάξεων, για το οποίο οι δανειστές επιμένουν σε μια κι έξω περικοπή 1,8 δισ. ευρώ από κύριες και επικουρικές συντάξεις το 2019, ενώ η κυβέρνηση παζαρεύει τμηματικό μαχαίρι σε ορίζοντα πενταετίας. Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος αναμένεται να επιχειρήσει έναν νέο κύκλο πολιτικής διαπραγμάτευσης πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup την ερχόμενη Δευτέρα, με στόχο τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση.
Η Κομισιόν αναμένεται να σταθεί ακόμα μία φορά αρωγός. Ο κοινοτικός επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, απαντώντας χθες στον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι σε καλό δρόμο και υπάρχει σημαντική πρόοδος για την τεχνική συμφωνία, ενώ σημείωσε ότι «κανείς δεν θέλει ένα τέταρτο πρόγραμμα». Θεωρητικά, δεν υπάρχει συζήτηση για τέταρτο Μνημόνιο.
Οσον αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο Μοσκοβισί δήλωσε ότι «η Κομισιόν στηρίζει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα». Το πρόβλημα είναι όμως ότι όχι μόνο δεν τις στηρίζει αλλά τις ξορκίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και οι Ευρωπαίοι μέχρι τώρα, προκειμένου να το κρατήσουν στο πρόγραμμα, συντάσσονται με τις απαιτήσεις του.