Είναι μια απόφαση που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πυροδοτήσει έναν νέο γύρο συζητήσεων. Επιπλέον, έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία οι σχέσεις της Ευρώπης με τον μουσουλμανικό κόσμο δεν είναι και οι καλύτερες. Σε κάθε περίπτωση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι σαφές: μια ιδιωτική επιχείρηση μπορεί να προβλέψει στον εσωτερικό της κανονισμό την απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας –τουλάχιστον για εκείνους τους υπαλλήλους της που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Στην απόφαση, ωστόσο, επισημαίνεται ότι το νόμιμο δικαίωμα της ουδετερότητας δεν μπορεί να ασκείται με μεροληπτικό τρόπο. Η απαγόρευση επομένως πρέπει να ισχύει για όλες τις πολιτικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να απαγορεύει την ισλαμική μαντίλα, αλλά να επιτρέπει το εβραϊκό κιπά ή τον χριστιανικό σταυρό. Από την άλλη, ένας εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να ικανοποιήσει το ενδεχόμενο αίτημα ενός πελάτη να εξυπηρετηθεί από υπάλληλο που δεν φοράει την ισλαμική μαντίλα.
Η υπόθεση που έφτασε τελικά μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ξεκίνησε στο Βέλγιο το 2003 όταν η εταιρεία G4S προσέλαβε τη μουσουλμάνα Σαμίρα Ακτίμπα για τη θέση της ρεσεψιονίστ. Ο εσωτερικός άγραφος κανόνας της εταιρείας απαγόρευε στους υπαλλήλους της να φορούν διακριτικά των θρησκευτικών, των πολιτικών ή των φιλοσοφικών πεποιθήσεών τους. Τρία χρόνια μετά την πρόσληψή της η μουσουλμάνα υπάλληλος ενημέρωσε τον εργοδότη της ότι επιθυμεί να φοράει την ισλαμική μαντίλα κατά τη διάρκεια της εργασίας της στον χώρο υποδοχής της εταιρείας. Η απάντηση της διεύθυνσης ήταν ότι το αίτημά της δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό αφού έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της ουδετερότητας. Εναν μήνα αργότερα και αφού είχε απουσιάσει για μια περίοδο με αναρρωτική άδεια η υπάλληλος ενημέρωσε τη διεύθυνση ότι θα επέστρεφε φορώντας τη μαντίλα.
Η κόντρα συνεχίστηκε τον Μάιο του 2006 με την εισαγωγή διάταξης στον εσωτερικό κανονισμό, βάσει της οποίας απαγορευόταν στους υπαλλήλους να φέρουν στον τόπο της εργασίας τους ορατά αντικείμενα των πολιτικών, των φιλοσοφικών ή των θρησκευτικών τους αντιλήψεων, καθώς και να εκδηλώνουν δημοσίως αυτές τις πεποιθήσεις με άλλους τρόπους –κάνοντας τον σταυρό τους ας πούμε ή πέφτοντας στο πάτωμα για να προσευχηθούν. Η υπάλληλος αρνήθηκε να προσαρμοστεί και η εταιρεία αποφάσισε την απόλυσή της. Εκείνη προσέφυγε στη βελγική Δικαιοσύνη και μετά την απόφαση του βελγικού Ανώτατου Δικαστηρίου, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η υπόθεσή της δικάστηκε με μια παρόμοια υπόθεση στη Γαλλία, αυτή της Ασμα Μπουγκναουί που είχε προσφύγει κατά της εταιρείας Micropole. Με βάση την υπόθεση αυτής της τελευταίας έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι η απαγόρευση δεν μπορεί να προκύψει έπειτα από απαίτηση του πελάτη, ο οποίος διάκειται αρνητικά απέναντι στην ισλαμική μαντίλα ή σε οποιοδήποτε θρησκευτικό σύμβολο.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ένα: η απαγόρευση δεν συνιστά διάκριση. Και είναι αρκετό για να κάνει τη συζήτηση να ανοίξει ξανά –αν είχε κλείσει και ποτέ.
«Αντί να προστατεύσει τις γυναίκες που φορούν τη μαντίλα για να εκφράσουν τις αξίες του πολιτισμού τους, η απόφαση προσφέρει μια διέξοδο σε όποιον θέλει να συμπεριφερθεί μεροληπτικά. Και έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία οι μουσουλμάνοι υφίστανται πολλές διακρίσεις στα σχολεία και στους χώρους εργασίας».
Ιβέρνα ΜακΓκόουαν, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Γραφείου της Διεθνούς Αμνηστίας