Η απόφαση του Ερντογάν να επεκτείνει στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα την προεκλογική εκστρατεία υπέρ του Ναι στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου για τη διεύρυνση των εξουσιών του υπήρξε χωρίς αμφιβολία ευφυής. Για πρώτη φορά από το 2014 που δόθηκε στην τουρκική διασπορά το δικαίωμα ψήφου, τόσο πολλοί τούρκοι αξιωματούχοι επισκέφθηκαν τόσες πολλές ευρωπαϊκές πόλεις δημιουργώντας τόσο μεγάλες αντιδράσεις.
Αντιδράσεις που σε άλλες εποχές ίσως δεν θα ελάμβαναν τις διαστάσεις που έλαβαν. Από τη στιγμή όμως που οι επισκέψεις αυτές έγιναν σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία, οι οποίες βρίσκονται σε προεκλογικές περιόδους και με τις πολιτικές δυνάμεις της ξενοφοβίας και του λαϊκισμού να καραδοκούν, η κλιμάκωση των αντιδράσεων ήταν αναμενόμενη. Κυρίως δε στη Γερμανία και την Ολλανδία όπου οι κυβερνήσεις συνεργασίας των κεντροδεξιών με τους κεντροαριστερούς αισθάνθηκαν εγκλωβισμένες ανάμεσα σε τουρκικές ιαχές και ακροδεξιές κλαγγές. Στις δυο αυτές χώρες αποφασίστηκε η έστω και μετά πολλών βασάνων απαγόρευση των συγκεντρώσεων που, ναι μεν θα μιλούσαν στελέχη του καθεστώτος Ερντογάν, πλην όμως στο ακροατήριο θα υπήρχαν κυρίως Γερμανοί και Ολλανδοί που εκ παραλλήλου έχουν και τουρκική υπηκοότητα.
Οι απαγορεύσεις αυτές δεν φάνηκε ωστόσο να βλάπτουν ούτε τον Ερντογάν ούτε εκείνους που τις επέβαλαν. Στον μεν Ερντογάν έδωσαν την ευκαιρία να εμφανιστεί εκ νέου ως «θύμα» των «σύγχρονων ευρωπαίων σταυροφόρων», στους δε ηγέτες της Γερμανίας και της Ολλανδίας Μέρκελ και Ρούτε να δείξουν ότι διαθέτουν την πυγμή που απαιτείται όταν οι χώρες τους απειλούνται από «εξωτερικούς εχθρούς».
Το παράδοξο βέβαια είναι ότι επί της ουσίας ουδείς απειλεί κανέναν. Και αυτό διότι από τους περίπου τέσσερα εκατομμύρια Τούρκους που ζουν στην Ευρώπη μόλις το 5% ψηφίζει στις τουρκικές εκλογές, δηλαδή αριθμός αμελητέος σε σχέση με το εκλογικό σώμα της χώρας τους. Στις δε συγκεντρώσεις που απαγορεύτηκαν θα συμμετείχαν μερικές εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες άτομα. Ενας αριθμός που δύσκολα θα μπορούσε να διασαλεύσει τη δημόσια τάξη όπως πολλοί ισχυρίστηκαν, χωρίς ωστόσο να το στοιχειοθετήσουν.
Πόσω μάλλον όταν στις χώρες που επιτράπηκαν οι τουρκικές προεκλογικές συγκεντρώσεις δεν σημειώθηκαν έκτροπα. Στο Μετς της Γαλλίας, για παράδειγμα, όπου μίλησε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου συγκεντρώθηκαν περί τα 800 άτομα χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στη λειτουργία της πόλης.
Τα προβλήματα ήταν κυρίως εσωτερικής πολιτικής φύσεως, αφού ο ηγέτης της γαλλικής Κεντροδεξιάς Φρανσουά Φιγιόν βρήκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κολυμπήσει στα νερά της Μαρίν Λεπέν, καταγγέλλοντας την απόφαση του Φρανσουά Ολάντ να επιτρέψει τη συγκέντρωση.
Ανάλογες εσωτερικές πολιτικές εντάσεις σημειώθηκαν στο Βέλγιο και στην Ελβετία όπου οι τουρκικές προεκλογικές συγκεντρώσεις δεν απαγορεύτηκαν. Στις εν λόγω χώρες υπήρξαν ωστόσο περιπτώσεις που οι συγκεντρώσεις ματαιώθηκαν επειδή οι διοργανωτές δεν μπόρεσαν να πείσουν τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών χώρων να τους νοικιάσουν αίθουσες. Ηταν κι αυτό μια κάποια λύση.