Περισσότεροι από ένας στους δύο ανθρώπους ηλικίας 65-70 ετών και επτά στους δέκα στις ηλικίες άνω των 70 έχουν καταρράκτη – το θόλωμα του φακού του ματιού που οφείλεται στην ηλικία και αποτελεί την πιο συχνή αιτία μείωσης της όρασης μετά τα 40 και την κύρια αιτία τύφλωσης στον κόσμο.
Αν και παλαιότερα ήταν κοινή η πεποίθηση ότι ο καταρράκτης δεν πρέπει να χειρουργηθεί αν δεν ωριμάσει, η άποψη αυτή έχει πια καταρριφθεί.
«Ο καταρράκτης δεν μπορεί να αποφευχθεί διότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είναι απόρροια της γήρανσης, αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί και η μόνη θεραπεία γι’ αυτόν είναι η αφαίρεση του θολωμένου φακού και η αντικατάστασή του με νέο», λέει ο χειρουργός-οφθαλμίατρος δρ Ιωάννης Ι. Δατσέρης, αντιπρόεδρος της Εταιρείας Υαλοειδούς – Αμφιβληστροειδούς. «Περισσότερο από το 90% των ασθενών που χειρουργούνται ανακτούν κάποια χρήσιμη όραση, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής τους».
Τέσσερα βασικά ερωτήματα. Πότε, όμως, πρέπει να γίνει η εγχείρηση; Η Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας έχει καταρτίσει μίνι κατάλογο με τέσσερα ερωτήματα που πρέπει να τίθενται κατά την απόφαση για την εγχείρηση:
1. Επηρεάζει ο καταρράκτης τις καθημερινές δραστηριότητες; Στα συμπτώματά του συμπεριλαμβάνεται απώλεια της αντίθεσης και της διαύγειας που μπορεί να είναι δύσκολη για όσους πρέπει να βλέπουν καθαρά για να εργάζονται, να οδηγούν, να γράφουν, να μαγειρεύουν, να ράβουν κ.λπ.
2. Επηρεάζει ο καταρράκτης την ικανότητα ασφαλούς οδήγησης τη νύκτα; Ο καταρράκτης μπορεί να δημιουργήσει φωτοστέφανο (άλως) γύρω από τα φώτα και να εμποδίσει την όραση στο ημίφως ή το σκοτάδι δυσχεραίνοντας τη νυκτερινή οδήγηση. Αν μάλιστα είναι προχωρημένος, ο οδηγός μπορεί να αποτύχει στις εξετάσεις για την ανανέωση του διπλώματός του.
3. Εμποδίζει ο καταρράκτης την ενασχόλησή σας με υπαίθριες δραστηριότητες; Ο καταρράκτης μπορεί επίσης να αυξήσει την ευαισθησία στις λάμψεις, γεγονός που μπορεί να δυσκολέψει ιδιαιτέρως όσους ασχολούνται με υπαίθριες δραστηριότητες (π.χ. ψάρεμα, σέρφινγκ, σκι στα χιόνια ή στο νερό κ.λπ.). Μπορεί επίσης να προκαλέσει διαφορές στην όραση μεταξύ των δύο ματιών, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν όσους πρέπει να βλέπουν καθαρά σε μακρινή απόσταση (π.χ. κυνηγοί, παίκτες του γκολφ).
4. Μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλους τρόπους; Πολλοί ασθενείς κατορθώνουν να βελτιώνουν για αρκετό καιρό την όρασή τους χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα (λ.χ. πιο έντονο φωτισμό στο σπίτι, μεγεθυντικό φακό στο διάβασμα, γυαλιά ηλίου με πολωμένους φακούς και καπέλο με φαρδύ γείσο στις υπαίθριες δραστηριότητες), αλλά κάποια στιγμή τα μέσα αυτά μπορεί να πάψουν να βοηθούν.
«Αν ο καταρράκτης δεν επηρεάζει ακόμα την καθημερινή ζωή, πιθανώς μπορεί να καθυστερήσει η εγχείρηση, αλλά όχι επ’ αόριστον. Συνήθως συνιστούμε να χειρουργείται ένας ασθενής όταν το θόλωμα του φακού έχει μειώσει κατά 50% την όρασή του», λέει ο δρ Δατσέρης. «Οσο πιο νωρίς γίνεται η επέμβαση τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος επιπλοκών και τόσο μεγαλύτερα οφέλη παρέχει».
Οντως, πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η εγχείρηση σχετίζεται με καλύτερη ποιότητα ζωής, μικρότερο κίνδυνο πτώσεων και λιγότερα τροχαία δυστυχήματα ενώ ειδικά στους πάσχοντες από διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια η αφαίρεση του θολωμένου φακού επιτρέπει τη σωστή παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου.
Η εγχείρηση γίνεται με αφαίρεση του θολωμένου φακού με τη μέθοδο της φακοθρυψίας και αντικατάσταση με έναν μόνιμο τεχνητό ενδοφθάλμιο φακό, μέσα από μικροσκοπική τομή, χωρίς την τοποθέτηση ραμμάτων. Η διάνοιξη των τομών απ’ όπου θα γίνει η αντικατάσταση του φακού μπορεί να γίνει με κλασικό τρόπο ή με λέιζερ, διευκρινίζει ο δρ Δατσέρης.
Ο νέος φακός διατηρείται εφ’ όρου ζωής, είναι καλά ανεκτός και δεν απαιτεί συντήρηση ή αντικατάσταση. Ο καταρράκτης δεν μπορεί να επανεμφανιστεί, αφού έχει αφαιρεθεί ο φυσικός φακός του ματιού. Μπορεί όμως να θολώσει κάποια στιγμή η φυσική μεμβράνη του ματιού που βρίσκεται πίσω από τον ενδοφακό, οπότε απαιτείται διόρθωση με λέιζερ που διορθώνει άμεσα τη διαύγεια της όρασης.