Πρόκειται περί συνδυασμού φανφαρόνου και τσαρλατάνου. Σαν χαμένος χαρακτήρας τής κομέντια ντελ άρτε. Εκεί που συναντιέται η υποκρισία του «Ταρτούφου» με τη φαντασιοπληξία τού «Κατά φαντασίαν ασθενούς». Στην ελληνική ηθογραφία, η απενοχοποιημένη και ιδεολογικά αποδεκτή εκδοχή του καταγράφεται στη δημιουργική επιπολαιότητα του Λούη από τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Μουρσελά. Και η γραφική στον Λούση, τον μαστοράκο που ανησυχούσε για την υποτιθέμενη τεράστια περιουσία του στην Ελβετία, από το «10» του Καραγάτση. Στην πραγματική ζωή, σωματοποιούν, κατά κανόνα, το ψώνιο τους και κυκλοφορούν ανάμεσά μας με ύφος και κόρδωμα που οι ίδιοι πιστεύουν ότι πιστοποιεί σπουδαιότητα, ενώ για τους υπόλοιπους αποκαλύπτει γελοιότητα. Αυτοί οι τύποι, όταν κινούνται «συνοικιακά», μπορούν να είναι συμπαθείς. Να προκαλεί ακόμη και συγκίνηση η απελπισία του «μικρού» που προσπαθεί να ρίξει σκιά «μεγάλου». Οταν όμως βγαίνουν στην κεντρική σκηνή οιασδήποτε μορφής εξουσίας, γίνονται επικίνδυνοι. Ακόμη και όταν γελοιοποιούνται.
Ο Γιάννης –όπως θέλω θα τον γράφω –Βαρουφάκης απολαμβάνει ένα είδος εξουσίας στα media αφού «πουλάει» τηλεοπτικά. Αυτό το ευπώλητο, άπαξ και το καβάτζωσε, δεν το απεμπολεί (όπως έδειξε για άλλη μια φορά στην προχθεσινή του συνέντευξη), έστω και αν θα το εισπράξει ως «ο γραφικός με τα παρδαλά πουκάμισα» ή ως υπόδικος σε πιθανή εξεταστική επιτροπή. Οπως και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, από εκατό δίκες να την αποβάλουν όπως από αυτήν της Siemens όπου παρίστατο ως πολιτική αγωγή, με την ίδια παραληρηματική αυθαιρεσία θα επανέρχεται. Οπως είπαμε, όμως, η φαιδρότητα των φαινομένων δεν μειώνει την τοξική επικινδυνότητά τους.