Η μεταπολιτευτική ιστορία του αθηναϊκού Τύπου χαρακτηρίζεται από πολλά παράδοξα. Ενώ ο Τύπος έχει εισέλθει σε μια πορεία «απομάγευσης», αφού οι κυκλοφορίες φυλλορροούν σε σταθερή βάση κι ευρέως υποστηρίζεται ότι έχει χαθεί η αξιοπιστία του, νέοι τίτλοι εφημερίδων εμφανίζονται επιδιώκοντας να αποσπάσουν μέρος ενός αναγνωστικού κοινού, που όμως συρρικνώνεται σταθερά.
Αν αυτό ισχύει, τότε οι νέοι εκδότες ή έχουν πρόβλημα αντίληψης και κατανόησης των μιντιακών εξελίξεων ή ξέρουν κάτι περισσότερο. Σε οποιαδήποτε πάντως περίπτωση, οι εφημερίδες δεν μπορεί πλέον ευρέως να αποκαλούνται αναξιόπιστες αφού υπάρχουν άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σε αυτές –και μάλιστα σε εποχή αποεπένδυσης. Εκτός κι αν όλη αυτή η κινητικότητα οφείλεται στην προσδοκία να επωφεληθούν αναδιανέμοντας την υπάρχουσα ήδη φθίνουσα κυκλοφοριακή και διαφημιστική πίτα. Στην εποχή των ψηφιακών μέσων και της «αλγοριθμικής δημοσιογραφίας» θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να γινόταν το αντίθετο. Ούτε δυστυχώς η έκδοση νέων τίτλων, εκτός ενδεχομένως ελάχιστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, προκαλεί τη δημιουργία νέων αναγνωστών. Αν ίσχυε το αντίθετο, σήμερα οι κυκλοφορίες του συνόλου των εφημερίδων δεν θα είχαν το αντίστοιχο μιας εφημερίδας, όπως «ΤΑ ΝΕΑ», στις αρχές ή τα μέσα της Μεταπολίτευσης.
Ενδεχομένως, οι νέοι εκδότες κάνουν τα ίδια λάθη όπως οι παλαιότεροι, οι αποκαλούμενοι «παραδοσιακοί». Δεν προσπαθούν να διερευνήσουν τις τάσεις του κοινού, αλλά βασίζονται κυρίως στο ένστικτο και στην εμπειρία τους. Δεν προσπαθούν να δημιουργήσουν συνήθειες ανάγνωσης προτάσσοντας τα πλεονεκτήματα του Τύπου στην παροχή της ενημέρωσης, αναλώνονται σε παροδικές και πρόσκαιρες λύσεις, όπως στο παρελθόν με τα δώρα.
Το μόνο θετικό είναι ότι προσφέρονται κάποιες θέσεις εργασίας, αν και δυστυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις χάνονται μαζί με εκείνους όταν το εγχείρημα αποτυγχάνει έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα, συμπαρασύροντας δημοσιογράφους κι άλλους εργαζομένους σ’ ένα καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας.
«Παράπλευρες απώλειες». Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι η μετάβαση στη νέα εποχή δεν θα είναι αναίμακτη. Καθώς η έκδοση μιας εφημερίδας στις μέρες μας αποτελεί μια «επισφαλή επένδυση», θα συμπαρασύρει ως «παράπλευρες απώλειες» πολλούς εργαζομένους στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, παραδοσιακών και νέων, θα ζητά ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία, αλλά και μεγαλύτερη γνώση του αντικειμένου, με τον «πολυεργαλείο» δημοσιογράφο να αλλάζει συνεχώς ρόλους και να αναπτύσσει νέες μεθοδολογίες για να αντιμετωπίσει τη συμμετοχική δημοσιογραφία των πολιτών. Αν και ο ελληνικός Τύπος σε σχέση με το παρελθόν έχει βελτιωθεί θεαματικά, τα αποτελέσματα δεν είναι τα προσδοκώμενα. Δεν ξέρω αν ακόμη υπάρχει καιρός, αλλά εάν οι εκδότες αποφασίσουν ότι ο βασικός στόχος είναι η επιβίωση του Τύπου στην επόμενη δεκαετία (ώσπου να γεράσουν οι σημερινοί αναγνώστες), τότε θα πρέπει να δράσουν από κοινού προς αυτήν την κατεύθυνση, να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη, να εξετάσουν πιθανές συνεργασίες με επιτυχημένα ψηφιακά ειδησεογραφικά μέσα και να αφήσουν κατά μέρος τον «παραδοσιακό εσωστρεφή αρνητισμό» που διέπει τα ελληνικά ΜΜΕ.