Αυτό εδώ είναι το δεύτερο βιβλίο της Αν Απλμπαουμ, αρθρογράφου και μέλους της ομάδας σύνταξης της «Ουάσιγκτον Ποστ». που μεταφράζεται στην Ελλάδα. Το προηγούμενο βιβλίο της με παρόμοιο θέμα ήταν το «Γκουλάγκ – Η αληθινή ιστορία» (εκδόσεις Ιωλκός, 2009, μτφ. Ελευθερία Τσίτσα). Στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα» περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκαν τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Αξονας αναφοράς είναι τρεις χώρες: η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία και η Ουγγαρία. Η συγγραφέας παρακολουθεί τη μετάβαση αυτών των κρατών από τον ναζισμό στον «προωθημένο σταλινισμό».
Η συγγραφέας παρουσιάζει ένα οδοιπορικό στα χρόνια 1945-1956 χρησιμοποιώντας τα κλειστά μέχρι το 1990 αρχεία, με πολλές συνεντεύξεις ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα από πρώτο χέρι, με ρεπορτάζ και με χρήση πλούσιας βιβλιογραφίας.
Η Απλμπαουμ ξεκινά από μια φράση του Μουσολίνι για το τι είναι ολοκληρωτισμός: «Τα πάντα μέσα στο κράτος, τίποτα έξω από το κράτος, τίποτα ενάντια στο κράτος». Για να είναι όλα στο κράτος έπρεπε η μυστική αστυνομία, το ραδιόφωνο, οι οργανώσεις πολιτών να ανήκουν σε αυτό το κράτος, το οποίο βεβαίως όφειλε να είναι και εθνικά καθαρό. Στο βιβλίο της η συγγραφέας παρακολουθεί κυρίως, αλλά όχι μόνο, τις εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς.
Η «χαραυγή» του ολοκληρωτισμού
Μετά την οριστική ήττα των ναζί η κατάσταση στις τρεις χώρες ήταν εικόνα Αποκάλυψης. Τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές, παντού ερείπια, πυρετός λεηλασιών, βιασμοί κυρίως γερμανίδων γυναικών από τους Ρώσους, πολιτική και ποινική εγκληματικότητα. Οι πολίτες είχαν κάποιες ελπίδες ότι με τους Σοβιετικούς τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, βεβαίως και η βάση σύγκρισης της κατάστασης με τον ναζιστικό ζόφο έδινε δικαιώματα να ελπίζει κανείς σε μια καλύτερη ζωή. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι όσον αφορά την απήχηση των κομμουνιστικών ιδεών στα κράτη τους, τις ίδιες αυταπάτες είχαν και οι σταλινίσκοι ηγέτες Βάλτερ Ούλμπριχτ, Μπολέσλαβ Μπιέρουτ και Ματίας Ράκοζι, αλλά και οι ηγέτες στις υπόλοιπες χώρες. Στην αρχή πίστευαν ότι θα έχουν την απόλυτη ή τη σχετική πλειοψηφία. Οι εκλογές σε Ουγγαρία, σοβιετικό τμήμα της Γερμανίας, αλλά ακόμη και στην Τσεχία του πιο ισχυρού ΚΚ και επίσης το λεγόμενο δημοψήφισμα των τριών Ναι στην Πολωνία το 1947 έδειξαν πόσο μεγάλη μειοψηφία ήταν τα ΚΚ.
Ο ολοκληρωτισμός, όπως ήταν φυσικό, δεν επιβλήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Μέχρι το 1948 η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην κατάργηση όλων των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που δεν ελέγχονταν από το κόμμα, όπως αυτές στους χώρους της νεολαίας, των γυναικών, της εκπαίδευσης. Η ανεξάρτητη κοινωνία των πολιτών έπρεπε να καταργηθεί και καταργήθηκε με καμουφλαρισμένο τρόπο ώστε να μη φανεί ότι στόχος ήταν μια σοβιετοκρατούμενη Ανατολική Ευρώπη. Κρατούνταν τα προσχήματα ακόμη και στην ύπαρξη και λειτουργία μη κομμουνιστικών κομμάτων. Σε ένα πράγμα δεν κρατήθηκαν καθόλου τα προσχήματα. Από την πρώτη στιγμή ιδρύθηκαν μυστικές αστυνομίες που διοικούνταν απευθείας από τους ίδιους τους Σοβιετικούς. Και αυτή η αστυνομία, ενώ δήθεν διεξήγε πόλεμο στα απομεινάρια του φασισμού, είχε έτοιμες λίστες «αντιφρονούντων και αντισοβιετικών». Και σε αυτούς η αστυνομία ήταν αμείλικτη. Ιδιαίτερα σκληρό ήταν το καθεστώς Μπιέρουτ στην Πολωνία κατά των απομειναριών του φιλοδυτικού αντάρτικου του Εγχώριου ή Πατριωτικού Στρατού. Ενώ χαρακτηριστικά μάλιστα στην Ουγγαρία η διοίκηση της αστυνομίας ήταν στο ίδιο κτίριο με αυτήν της φασιστικής. Αλλά και τα πρώην ναζιστικά στρατόπεδα Ζαξενχάουζεν και Μπούχενβαλντ έγιναν πλέον κομμουνιστικά στρατόπεδα κράτησης, όπου οι κρατούμενοι ζούσαν σε τόσο άθλιες συνθήκες που χιλιάδες από αυτούς πέθαναν εκεί. Ενώ τον ίδιο και χειρότερο ρόλο έπαιζαν, για τους ακόμη πιο άτυχους που βρέθηκαν εκεί, τα σοβιετικά γκουλάγκ. Και φυσικά «τρόφιμοι» σε αυτά τα στρατόπεδα δεν ήταν μόνο πολιτικοί αντιφρονούντες αλλά και κατηγορίες μεσαίων ιδιοκτητών, η εργασία των οποίων εξέφραζε την αντίληψη περί ταξικού εχθρού που είχαν οι σταλινικοί, διανοουμένων αλλά και ιερέων.
Οι μετακινήσεις των εθνοτήτων
Μεγάλο ρόλο στο πλαίσιο της κομμουνιστικοποίησης των κρατών αυτών έπαιξαν και οι απίστευτες μετακινήσεις των εθνοτήτων. Υπήρξε μαζική μετεγκατάσταση των Γερμανών που ζούσαν στην Ανατολική Πρωσία. Πάνω από 400.000 πέθαναν κατά αυτή τη μετακίνηση. Πολωνοί που ζούσαν στα εδάφη της Νοτιοανατολικής Πολωνίας και από το 1939 κατέκτησε ο Στάλιν. Σουδήτες, Τσέχοι, Ούγγροι, Ρουμάνοι, σχεδόν καμία εθνότητα και κράτος δεν πέρασαν αλώβητοι από την πολιτική των εθνικών μετεγκαταστάσεων. Η συγγραφέας όμως επισημαίνει ότι αυτή η πολιτική είχε και την έγκριση των δυτικών συμμάχων, αν όχι και τη βοήθεια.
Αν βεβαίως θέλεις να καταργήσεις την κοινωνία των πολιτών ως πρώτο βήμα πριν την κατάργηση του πολυκομματισμού, δεν πρέπει να σου διαφύγει και το ραδιόφωνο. Αυτό μάλιστα ήταν το μόνο που λειτουργούσε από την πρώτη στιγμή απροκάλυπτα φιλοσοβιετικά. Στη δε οικονομία ξεκίνησε η πολιτική των αποτυχημένων και εκτός πραγματικότητας πλάνων. Η μικρή ιδιωτική επιχειρηματικότητα δεν καταργήθηκε αμέσως, αλλά οι δυσκολίες για όλους όσοι ασχολούνταν με αυτήν ήταν τεράστιες.
Προωθημένος σταλινισμός
Η επιβολή του Homo Sovietikus
Μετά το 1948 και την είσοδο καθαρά και απροσχημάτιστα στον Ψυχρό Πόλεμο όλα ήταν έτοιμα για τη μετάβαση σε αυτό που η συγγραφέας ονομάζει προωθημένο σταλινισμό. Ο μονοκομματισμός ήταν πλέον αναμφισβήτητος και κυρίαρχος. Υπήρξαν βεβαίως και κάποια προσχήματα κομμάτων, τα οποία συνεργάζονταν στο πλαίσιο των «εθνικών μετώπων» με τα κομμουνιστικά, αλλά αυτά υπάγονταν καθαρά στην κυριαρχία των κομμουνιστών. Απροκάλυπτος στόχος πλέον ήταν να γίνουν όλα όπως στη Σοβιετική Ενωση.
Ο Homo Sovietikus μπορούσε να επικρατήσει αφού διωχθούν, εξοριστούν και εκτελεστούν όλοι οι εξωτερικοί εχθροί: τροσκιστές, τιτοϊκοί, δυτικοί αντιδραστικοί, αλλά και οι εσωτερικοί εχθροί, όπως οι εκπρόσωποι των παλιών κομμάτων, η εκκλησία, οι διανοούμενοι πάλι, όλοι όσοι σκέπτονταν διαφορετικά από τον Στάλιν και τους σταλινίσκους τοπικούς ηγέτες. Ο καθένας μπορούσε να βρεθεί ένοχος για το καλό της ανθρωπότητας. Καταστάσεις που αν δεν είχαν ανθρώπινα θύματα θα έφταναν στο γελοίο και στο αστείο, που τόσο εκμεταλλεύτηκαν τόσο ο Κούντερα όσο και η κοινωνία των πολιτών με τα χιλιάδες ανέκδοτα που παρήχθησαν τότε. Σε αυτή την κατάσταση της γελοιοποίησης συνέβαλε και το καθεστώς με συνθήματα σαν αυτό: «Κάθε τεχνητά γονιμοποιημένη γουρούνα είναι ένα χτύπημα στο πρόσωπο των ιμπεριαλιστών πολεμοκάπηλων». Από τα ανέκδοτα θα αναφέρω εδώ μόνο ένα, που λέει πολλά για τις «αδελφικές σχέσεις» αυτών των κρατών. Ο Μάο ζήτησε από τον Στάλιν ένα δισ. δολάρια, πενήντα εκατ. τόνους κάρβουνο και πολύ ρύζι. Ο Στάλιν συμφώνησε αλλά μετά γυρνώντας προς τους «συμβούλους» του, είπε: «Δολάρια εντάξει. Κάρβουνο, εντάξει. Το ρύζι όμως πού θα το βρει ο Μπιέρουτ;».
Αν νομίζουμε ότι εμείς είμαστε οι εφευρέτες των ψεκασμών, γελιόμαστε. Το 1952 οι κακές σοδειές σε Ανατολική Γερμανία και Πολωνία δικαιολογήθηκαν με τους ψεκασμούς σκαθαριών που «έκαναν» οι Δυτικοί στα εδάφη των δύο χωρών. Στην τέχνη υπήρχε μόνο μια έκφραση, αυτή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ενώ πολύ ενδιαφέρον είναι και το κεφάλαιο στο οποίο η συγγραφέας περιγράφει την προσπάθεια των καθεστώτων να κτίσουν ιδανικές πόλεις γύρω από ανθρακωρυχεία. Πόλεις που τελικά κατέληξαν παραδείγματα εγκληματικότητας και πορνείας.
Βεβαίως το καθεστώς δεν ήταν μόνο βία, είχε και εκείνους τους συνεργάτες που το έβλεπαν ως το μόνο μέσο για την ατομική τους ανέλιξη. Είχε και τους παθητικούς αντιπάλους του, κυρίως στη νεολαία και τη διανόηση. Παρά όμως το καρότο και το μαστίγιο, δεν απέφυγε τελικά την εξέγερση των Ανατολικογερμανών το 1953, των πολωνών εργατών το 1956 και τη μεγάλη Ουγγρική Επανάσταση το 1956.
Τα καθεστώτα προσπάθησαν να εξαφανίσουν την κοινωνία των πολιτών τους. Αλλά δεν το κατάφεραν. Η Απλμπαουμ αναφέρει πόσο διψούσαν οι πολίτες για τη δυτική μόδα ως μορφή αντίστασης, για μια διαφορετική ενημέρωση για τα πολιτικά δρώμενα (Ράδιο Φωνή της Αμερικής), αλλά και για τη δυτική μουσική που τους προσέφερε το Ράδιο Λούξεμπουργκ. Θα προσφύγω εδώ σε μια προσωπική εμπειρία. Κάπου στο 1985 συζητούσα σε σπαστά πολωνικά με μερικούς Πολωνούς. Συζητούσαμε για τη δημοκρατία και τους ρώτησα αν γνώριζαν την κριτική που άσκησε η Λούξεμπουργκ στον Λένιν. Και η απάντηση ήταν «μας αρέσει πολύ, ακούμε κάθε βράδυ». Οταν με είδαν να γουρλώνω τα μάτια στην προοπτική μιας συνομιλίας με το φάντασμα της επαναστάτριας, καταλάβαμε όλοι πως κάπου υπήρχε λάθος. Η ερώτηση «γνωρίζετε τη Λούξεμπουργκ» ακούστηκε σαν το «σας αρέσει το Λούξεμπουργκ;». Η Λούξεμπουργκ είχε απωθηθεί μακριά ως κάτι που ταυτιζόταν με τον κομμουνισμό. Το ράδιο Λούξεμπουργκ όμως ήταν η ελευθερία.
Το βιβλίο περιέχει πολλά τέτοια ανάλογα περιστατικά. Είναι ένα βιβλίο για το κουντεριανό «αστείο» που έγινε τραγωδία, με εκατομμύρια θύματα και στέρηση της ελευθερίας για τόσους λαούς για 45 χρόνια. Η Απλμπαουμ αν και προσπαθεί να θίξει και ιδεολογικά ζητήματα, δεν το επιτυγχάνει. Βιβλία για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», όσο και να προσφέρουν πολλά όσον αφορά τα γεγονότα για το πώς κτίστηκαν αυτά τα καθεστώτα, αφήνουν, όπως και να το κάνουμε, ένα κενό στη σκέψη, αν σε αυτά απουσιάζει μια επιστημονική ολική προσέγγιση του ιδεολογικού κλίματος που τα συνόδευε.
Anne Applebaum
Σιδηρούν παραπέτασμα
Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη
Μτφ. Κώστας Κουρεμένος, Εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 570,
Τιμή: 26,50 ευρώ