Το 1938, τρίτη χρονιά της μεταξικής δικτατορίας, η Θεσσαλονίκη παραμένει μουδιασμένη και φαινομενικά ήσυχη, αφού έχουν απαγορευτεί οι εργατικές κινητοποιήσεις. Εχουν περάσει μόλις δύο χρόνια από τη μεγάλη διαδήλωση εργατών που κατέληξε στη δολοφονία από χωροφύλακες του σοφέρ Αναστάση Τούση, για τον οποίο ο Γιάννης Ρίτσος θα γράψει τον «Επιτάφιό» του. Η πόλη αστυνομοκρατείται και το καθεστώς διώκει ανηλεώς κάθε αντίθετη φωνή με συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτοπίσεις αριστερών και προοδευτικών συνδικαλιστών και αγωνιστών. Οι εφημερίδες υφίστανται αυστηρή λογοκρισία· ελάχιστα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ευρώπη (προσαρτήσεις ολόκληρων περιοχών και της Αυστρίας στη Γερμανία, κατάληψη από τους Ιάπωνες σειράς πόλεων στην Κίνα, αιματηρός εμφύλιος στην Ισπανία) βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Πάντως, ο τοπικός Τύπος, όπως γράφει ο Κώστας Τομανάς στο «Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921-1944» (Νησίδες, 1996), δημοσιεύει κάθε Κυριακή φωτογραφίες και ονόματα κομμουνιστών που «κατόπιν εθνικής διαφωτίσεως» (με πάγο, ρετσινόλαδο κ.λπ.) «απεκήρυξαν τις κομμουνιστικές τους ιδέες και αποδόθηκαν λευκοί εις την φιλτάτην πατρίδα». Αλλωστε, ήταν νωπή ακόμη η προειδοποίηση που είχε απευθύνει ο Μεταξάς σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: «Σαςαπαγορεύω να έχετε διαφορετικές ιδέες από αυτές του κράτους.Σας ζητώ όχι μόνο να έχετε τις ίδιες ιδέες, αλλά να πιστεύετε σ’ αυτές και να δουλεύετε γι’ αυτές με ενθουσιασμό.Αν κάποιος από σας έχει διαφορετικές ιδέες, καλύτερα να μείνει αμόρφωτος».
Μέσα σ’ αυτόν τον περιρρέοντα ζόφο, η συντροφιά των συγγραφέων που τον Μάρτιο του 1932 είχε δημιουργήσει το περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» προσπαθούσε να εξασφαλίσει την ύπαρξη και τη συνέχιση της δραστηριότητάς της. Εκδότης του πρωτοποριακού αυτού περιοδικού (στο οποίο, σημειωτέον, πρωτομεταφράζεται στα ελληνικά Κάφκα) ήταν ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ο οποίος και κυριαρχεί με τις κριτικές που δημοσιεύει. Τον βασικό πυρήνα των συνεργατών αποτελούν οι Στέλιος Ξεφλούδας, Βασίλης Τατάκης, Γιώργος Δέλιος, Γιώργος Θέμελης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γ.Θ. Βαφόπουλος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και Βάσος Βασιλείου. Τακτική του περιοδικού είναι κάθε χρόνο να αναλαμβάνει τη διεύθυνσή του ένας από τους στενότερους συνεργάτες του, βάζοντας στην έκδοση την προσωπική του σφραγίδα (με τον Σπανδωνίδη πάντως να παραμένει η «ψυχή» των «Μακεδονικών Ημερών»). Ετσι, τον πρώτο και τον τελευταίο χρόνο της πρώτης περιόδου έκδοσής τους (1932 και 1939) διευθυντής είναι ο Σπανδωνίδης, ενώ στα ενδιάμεσα χρόνια οι Θέμελης, Ξεφλούδας, Δέλιος, Βασιλείου και Βαφόπουλος.
Ηδη από τα πρώτα τους τεύχη οι «Μακεδονικές Ημέρες» παρουσιάζουν εντυπωσιακή συγκρότηση και ωριμότητα. Ο Σπανδωνίδης γνωρίζει πολύ καλά και έχει χαράξει εξαρχής τους στόχους του περιοδικού, που το διακρίνουν, όπως έχει επισημάνει ο Τόλης Καζαντζής, ένας ελιτισμός και μια μαχητικότητα, η οποία στρέφεται τόσο κατά των ντόπιων συντηρητικών κύκλων όσο και κατά του αθηναϊκού λογοτεχνικού κατεστημένου της εποχής –κυρίως κατά του κύκλου του περιοδικού «Νέα Γράμματα» των Καραντώνη, Κατσίμπαλη κ.ά., με τον οποίο και αντιδίκησε σοβαρά κυρίως από το 1936.
Στο προγραμματικό σημείωμα της διεύθυνσης αναφέρεται ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη έως τότε είναι η απουσία καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής παράδοσης και οι ανοργάνωτες προσπάθειες. «Οι “Μακεδονικές Ημέρες” […] σκοπό έχουν να συνδυάσουν και να συντονίσουν τις προσπάθειες και να τους δώσουν έναν χαρακτήρα ομαδικό. […] Το περιοδικό έχει αποστολή ν’ αναζητήση και ν’ αποκαλύψη τα ταλέντα, να βοηθήση στον ευγενισμό και στην εκλέπτυνση, θέλει να ζήση μακριά από συναλλαγές, να τιμήσει όπως πρέπει τα σπουδαία και τα μεγάλα, να γίνη εστία και καταφύγιο αγνών διαθέσεων, να κατατοπίση ακόμα το κοινό των αναγνωστών του, μέσα σε μια εποχή που η ανθρωπότητα αγωνίζεται ανάμεσα σε τραγικές περιπέτειες να βρη τον δρόμο της».
«Οι μοντερνιστικές αναζητήσεις του περιοδικού», εκτιμά ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, «είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο να δημιουργηθεί (και να υποδαυλισθεί) η εντύπωση της “Σχολής της Θεσσαλονίκης”, αλλά και να εισαχθεί στην ελληνική πεζογραφία ένα νέο είδος γραφής, ο εσωτερικός μονόλογος», που ρίζωσε γόνιμα στη Θεσσαλονίκη, ευνοημένος από την έλλειψη παράδοσης. Επρόκειτο για μια πεζογραφία με εντελώς διαφορετική οπτική σε σχέση με αυτήν των παραδοσιακών πεζογράφων της υπόλοιπης Ελλάδας, «που έφερνε στο πεδίο δράσης τον απέραντο εσωτερικό άνθρωπο, σ’ αντίθεση με τους αφηγηματικούς πεζογράφους της γενιάς τους –ηθογράφους και σπάνια, κατά τον Μάριο Βίτι, ρεαλιστές» (Τ. Καζαντζής). Οι διαμορφωτές του εσωτερικού μονολόγου είχαν ζήσει το ιδιαίτερο κλίμα της Θεσσαλονίκης ή εγκλιματίστηκαν αποτελεσματικά σ’ αυτό. Σχεδόν όλοι τους είχαν ζήσει τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Ολοι τους, και καθένας ξεχωριστά, είχαν τις αρχικές αφορμήσεις τους σε διάφορα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά πρότυπα, όπως ο Προυστ, η Γουλφ, ο Πιραντέλο, ο Τζόις.
Οι «Μακεδονικές Ημέρες» στην πρώτη και σημαντική τους περίοδο (θα υπάρξει και δεύτερη, 1952-1953, με μοναδικό συνεργάτη τον Σπανδωνίδη αλλά και με μόλις 8σέλιδα τεύχη) εκδίδουν 53 τεύχη (μερικά διπλά), αρκετά για να επιβάλουν το περιοδικό στην πνευματική ζωή της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης καθώς και στην ιστορία των ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών.
Στη φωτογραφία απαθανατίζεται στις αρχές του 1938 ο στενός πυρήνας των συνεργατών των «Μακεδονικών Ημερών»: από αριστερά προς τα δεξιά, καθιστοί, Γ.Θ. Βαφόπουλος (35 ετών τότε), Βασίλης Τατάκης (42 ετών), Πέτρος Σπανδωνίδης (48 ετών), Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (42 ετών), Γιώργος Δέλιος (41 ετών)· όρθιοι, Τάκης Βαρβιτσιώτης (22 ετών), Γιώργος Θέμελης (38 ετών), Στρατής Δούκας (43 ετών), Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (30 ετών), Στέλιος Ξεφλούδας (36 ετών), Αντώνης Λεβής (;).