Οσο φυσικό μας φαινόταν κάποτε να γράφουμε ένα σύντομο ή εκτεταμένο κείμενο στα δέκα χρόνια από τον θάνατο του Ηλία Βενέζη, του Αγγελου Τερζάκη ή του Μάρκου Αυγέρη, τόσο ακατανόητο μας φαίνεται τώρα να γράφουμε ότι στις 21 του περασμένου Γενάρη συμπληρώθηκαν δυο χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Γιάννη Κοντού ή ότι σε τρεις μέρες από σήμερα, στις 21 Μαρτίου, ο Κωστής Παπαγιώργης θα έχει ήδη τρία χρόνια πεθαμένος. Ο θάνατος ενός συνομηλίκου δεν δημιουργεί μόνο ένα αίσθημα ότι έχουμε καταχραστεί οι περιλυπόμενοι τον χρόνο εις βάρος του. Είναι κυρίως σαν ο χρόνος που δεν τους επιφυλάχθηκε να στερεί σε μας τους επιζώντες να επιχαίρουμε έστω και ελάχιστα με όσα συνεχίζουμε να κάνουμε, παρά μονάχα αν είναι προς όφελος του έργου τους και της μνήμης τους. Ιδιαίτερα αν καινούργια έργα τους έρχονται μετά τον θάνατό τους στο φως, που ενώ θα αδυνατούσες να τα εντάξεις στον κύριο κορμό της εργοβιογραφίας τους, η συμπληρωματική ή παραπληρωματική τους προοπτική κάθε άλλο παρά αμελητέα μπορεί να λογαριαστεί.
Αντινομία
Με τον Κωστή Παπαγιώργη ως φιλόσοφο –αν και στη θέση της λέξης «φιλόσοφος» σε σχέση με τον συγκεκριμένο δημιουργό θα προτιμούσε κανείς τις λέξεις «ένας σκεπτόμενος ή στοχαζόμενος άνθρωπος» –τα πράγματα γίνονται εξαιρετικώς ενδιαφέροντα λόγω μιας αντινομίας, όπως τουλάχιστον με μια πρώτη ματιά, ή μάλλον με μια πρώτη ανάγνωση, θα χαρακτήριζε κανείς το παρακάτω γεγονός: ενώ τον διαβάζεις (τον Παπαγιώργη) και συνειδητοποιείς ότι καταλαβαίνεις τα πάντα επειδή ο απαρομοίαστα σαφής και εύληπτος τρόπος της γραφής του αποκωδικοποιεί τις πιο σύνθετες έννοιες ταυτόχρονα με τη διατύπωσή τους –χαρακτηριστικό όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων που δεν ακολουθούν ένα ήδη δημιουργημένο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά το συγκροτούν οι ίδιοι –μαζί με το αίσθημα της ανακούφισης πως καθετί που γράφεται είναι το ίδιο προκλητικό τόσο για τον υποψιασμένο και τον ανήσυχο νου όσο και για τον νου που ραθυμεί, την ίδια στιγμή να παραμένεις εξίσου γοητευμένος όπως όταν μπροστά σε μια ανεξερεύνητη περιοχή αισθάνεσαι να σου επιφυλάσσονται ακόμη συγκλονιστικότεροι θησαυροί.
Να ‘ναι άραγε η τεκμηρίωση των πιο περίπλοκων θεωρητικά παρατηρήσεων με περιστατικά γειωμένα, καθημερινά, παρά την ακραία συχνά δραματικότητα ή τραγικότητά τους, όπως για παράδειγμα όταν «ρωτάμε κάποιο φίλο που πάσχει από χρόνιο νόσημα για την κατάσταση της υγείας του σαν να πρόκειται για κάτι έτερο του Εγώ και της βουλήσεώς του» ή για ανθρώπους «που έμειναν ανάπηροι χάνοντας ένα ή περισσότερα μέλη του σώματος (τα δυο τους χέρια για παράδειγμα κομμένα στο ύψος των ώμων), με αποτέλεσμα η σχέση με το σώμα τους να λαμβάνει άλλη τροπή».
Θα πίστωνε κανείς τον Κωστή Παπαγιώργη με μια παγκόσμια πρωτιά –στον βαθμό που του είναι γνωστή η σχετική βιβλιογραφία -, αφού μοιάζει να είναι ο μόνος φιλόσοφος που επιχειρεί μια ταύτιση της έννοιας «σώμα» με την έννοια «εαυτός», ώστε με όση άγνοια χρεωνόμαστε για το σώμα μας –έστω και αν τα όργανά του μπορούμε να τα κατονομάζουμε –η ίδια ακριβώς να μας χαρακτηρίζει σε κάθε προσέγγιση του εαυτού μας. Με συνέπεια όμως η άγνοια να μεταβάλλεται σε έναν αναβαθμό ή μάλλον σε προϋπόθεση, ώστε το μυστήριο της ύπαρξης να γίνεται λιγότερο μελαγχολικό. Σε αντίθεση μάλιστα με τον Αλεξίς Καρέλ και τον σαφέστατα αγωνιώδη τίτλο του βιβλίου του «Ο εαυτός μας, αυτός ο άγνωστος» ή τον ημέτερο Αλκη Θρύλο με τον ανέλπιδο θρήνο του «Ποιος είναι, ποιος είναι ο εαυτός μας;», ο Παπαγιώργης φαίνεται να παρατηρεί την ανθρώπινη συνθήκη με ισόποσες ψυχραιμία και παραφορά, χωρίς ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη να είναι εις βάρος μιας κατά το δυνατόν αντικειμενικής θεώρησης.
Επιπλέον, επειδή ο Παπαγιώργης κατά βάθος είναι ένας ποιητής, με όσα ερωτήματα κι αν θέτει η προβληματική του σε σχέση με την έννοια «εαυτός», δεν παύει να παραπέμπει στην εντυπωσιακά καίρια φράση του Νίκου-Γαβριήλ Πετζίκη, όσον αφορά έναν έξοχο ποιητή και δοκιμιογράφο, τον Γιώργο Σαραντάρη, πως «η δίψα του σε ξεδιψούσε πιο πολύ κι από το νερό της βρύσης». Αλλωστε ο τρόπος με τον οποίο περικυκλώνει ο Παπαγιώργης το εκάστοτε θέμα του, ώστε το ίδιο να του χρειάζονται για την «απολογητική» του ως παράδειγμα τόσο «Ο Χώκινγκ, που το λίγο που διασώθηκε από το κορμί του δεν τον εμπόδισε να γίνει αυτός που έγινε και να θέλει να ταξιδέψει στη θετή του πατρίδα, το Διάστημα» όσο και «η γριά που έχει μαραγκιάσει κι εντέλει ζει μέσα σε ένα θλιβερό λείψανο-κορμί», σημαίνει πως οι ποικίλες αναγνώσεις του «εαυτού» υπομνηματίζουν μια εδραιωμένη, και μάλιστα συμπαγή, βάση όσον αφορά την αφετηρία του στοχασμού του Παπαγιώργη.
Ειδοποιός διαφορά
Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς πως όσο φιλελεύθερα φιλοσοφεί –με εκπληκτικά ποιητικά αποτελέσματα –πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, το ίδιο ακριβώς μια σχεδόν θρησκευτική ακρίβεια, όσον αφορά την παραδεδεγμένη ονομασία των οργάνων και των λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος, έχει ως αποτέλεσμα να μετακινείται διαρκώς το κέντρο βάρους άλλοτε προς όφελος της ποίησης κι άλλοτε προς όφελος μιας επιστήμης που έχει ταπεινόφρονα συλληφθεί.
Με μια ακόμη ειδοποιό διαφορά του Κωστή Παπαγιώργη σε σχέση με άλλους στοχαστές ή φιλοσόφους: την ίδια στιγμή που αναρωτιέται να καταφάσκει κιόλας, χωρίς να χρειάζεται ακόμη και στην ακροτελευταία παράγραφο ενός κεφαλαίου να αλλάζει τρόπο πλεύσης προκειμένου η οποιαδήποτε «απόφανσή» του να αποκτά ένα τελεσίδικο βάρος. Κι επιπλέον με τις διαρκείς αντιθέσεις και ανατροπές της εμπύρετης προβληματικής του να ηχούν απέραντα πιο καθησυχαστικές τόσο για τις μόνιμα αγωνιώδεις συνειδήσεις όσο και για τους πρόσκαιρα και συμπτωματικά επιδερμικά αλαφιασμένους.

Κωστής Παπαγιώργης

Ο εαυτός

Εισαγωγή Θανάσης Χατζόπουλος

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 182

Τιμή: 12 ευρώ