Το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές δεν είναι απλά δυσβάστακτο, αλλά και άκρως επικίνδυνο για την οικονομία. Το δείχνει η τροχιά επιδείνωσης που διαγράφουν, ο ένας μετά τον άλλον, οι βασικοί οικονομικοί δείκτες, η οποία απειλεί να ακυρώσει την προβλεπόμενη εύθραυστη ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και να δεσμεύσει τη χώρα για πολλά χρόνια ακόμη σε ένα νέο βαρύ Μνημόνιο.
Η απότομη βουτιά στην ύφεση το τελευταίο τρίμηνο του 2016, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αβεβαιότητα που προκαλεί η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, απομακρύνει τον στόχο για ανάπτυξη με ρυθμό 2,7% το 2017. Με άλλα λόγια, τον στόχο – τροφοδότη των εκτιμήσεων για τα υπόλοιπα κρίσιμα μεγέθη του προγράμματος οικονομικής πολιτικής (πρωτογενές πλεόνασμα) φέτος και τα επόμενα χρόνια. Ηδη το πρώτο τρίμηνο του έτους χάθηκε στη μαύρη τρύπα της διαπραγμάτευσης και της κατάστασης ακινησίας που προκαλεί σε όλη την αγορά. Ολα δείχνουν ότι θα χαθεί τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του έτους, αφού στην καλύτερη περίπτωση, με βάση τις σημερινές ενδείξεις, συμφωνία δεν προβλέπεται να υπάρξει έως τα μέσα Απριλίου. Στην περίπτωση αυτή η οικονομία δύσκολα θα επιτύχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,5% – 2% και ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και τα επόμενα χρόνια θα είναι κυριολεκτικά μετέωρος. Το βέβαιο θα είναι ότι, τότε, οι δανειστές θα ζητήσουν νέα σκληρότερα μέτρα για να πιαστούν οι στόχοι και στην ουσία ένα τέταρτο Μνημόνιο θα είναι προ των πυλών για να καλύψει την αποτυχία του τρίτου, το οποίο λήγει σχεδόν σε κάτι περισσότερο από έναν χρόνο από σήμερα.
Ανησυχητικά μηνύματα στέλνει και η πορεία των εσόδων τον Φεβρουάριο, που απειλεί από μόνη της να βουλιάξει τον προϋπολογισμό και να ανεβάσει τον λογαριασμό για τη χώρα. Και μάλιστα χωρίς να υπολογίζεται η ωρολογιακή βόμβα που απειλεί να σκάσει στον ΕΦΚΑ και στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, τα έσοδα του οποίου από το πρώτο δίμηνο του έτους έχουν εκτροχιαστεί από τους στόχους. Αν τον Φεβρουάριο δεν είχε καταβληθεί το υψηλό μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα έσοδα του προϋπολογισμού θα είχαν καταγράψει απόκλιση από τον στόχο ύστερα από πολλούς μήνες υπεραπόδοσης. Η εξάντληση των φορολογουμένων (φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων) από την υπερφορολόγηση είναι εμφανής. Αποτυπώνεται και στα στοιχεία για την εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο. Αυξήθηκαν κατά 1,6 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο, εκ των οποίων τα 750 εκατ. ευρώ αφορούν απλήρωτους φόρους. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι Ελληνες σήκωσαν από τις τράπεζες 2,7 δισ. ευρώ το πρώτο δίμηνο του έτους (και) για να πληρώσουν τους φόρους τους, επιτείνοντας την τάση φυγής των καταθέσεων την οποία προκαλεί το θολό τοπίο για την πορεία της χώρας. Είναι βέβαιο ότι οι συνθήκες αυτές τροφοδότησαν τη νέα –κατά 1,5 δισ. ευρώ –αύξηση των κόκκινων δανείων το πρώτο δίμηνο του έτους, προκαλώντας νέα εμπόδια στις τράπεζες για να επιτύχουν τη μείωση των κόκκινων δανείων και να περάσουν με επιτυχία τα στρες τεστ στα οποία θα υποβληθούν το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Κάπως έτσι η χώρα κινδυνεύει να χάσει –όπως άλλωστε έγινε το 2015 –ακόμη ένα σημαντικό ραντεβού με την ανάκαμψη και την ελπίδα για να ζήσει σύντομα καλύτερες μέρες.