Πλησιάζει η 25η Μαρτίου, άρα και η ημέρα των παρελάσεων –οπότε θα ξαναρχίσει πάλι για καμιά εβδομάδα ο πόλεμος για το κρυφό σχολειό, για το αν ο Κολοκοτρώνης θα επωφελούνταν στην εποχή του από ένα σύμφωνο συμβίωσης, για το αν η Μπουμπουλίνα φορούσε τσεμπέρι, μπούρκα, ή μαντίλα και για το αν στον Ζάλογγο ρίχτηκαν οι Σουλιώτισσες από έρωτα για τον Αλή Πασά. Κάποιοι θα επαναλάβουν πως Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε, όπως δεν υπήρξε και η νίκη των Ελλήνων στα αλβανικά βουνά κατά το 1940, πως ο Μεταξάς ήταν απλώς μάρκα κονιάκ και ότι οι της Φιλικής Εταιρείας ήταν μασόνοι αστικοτσιφλικάδες που έκαναν ταξικό αγώνα κατά των φτωχών ελλήνων ραγιάδων της εποχής, κάτι που ίσως να υποστήριζε έμμεσα και ο Γιάννης Κορδάτος.
Πλησιάζει η 25η Μαρτίου, επέτειος που έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε δοκιμασία, αφότου κάποιοι ανέλαβαν την ιστορική υπεράσπιση των αγαθών γειτόνων οι οποίοι έκαναν επί 480 χρόνια την Ελλάδα να δοξαστεί και να διαλάμψει διά της σκλαβιάς, του γενιτσαρισμού και της εξόντωσης. Είναι οι ίδιοι που λένε ότι η Θεσσαλονίκη δεν απελευθερώθηκε το 1912 (παρά τη θυσία χιλιάδων Ελλήνων στη μάχη των Γιαννιτσών και στα λοιπά γεγονότα), αλλά απλώς «προσαρτήθηκε». Μας αγαπούσε σφόδρα ο Ταχσίν Πασάς και παραχώρησε τη Θεσσαλονίκη αμαχητί στους έλληνες εθνικιστές μαζί και τον Λαγκαδά με τις αδελφές Τατά, ως μια επιπλέον γενναία δωροεπιταγή.
Εξελίχθηκε σε δοκιμασία η επέτειος, λοιπόν, αφότου ορισμένοι, όντας στην αντιπολίτευση και έχοντας διαβάσει ολίγον Ρεπούση και αμφισβητώντας τα πάντα (εκτός απ’ τα γένια τους, θα έλεγε ο Ντίνος) ορμούσαν και διέλυαν τις παρελάσεις ταυτίζοντας την εκάστοτε επικαιρική εξουσία με τον ιστορικό ελληνικό ιμπεριαλισμό που τόλμησε να αποτινάξει την ευεργετική οθωμανική κατοχή. Αποτέλεσμα οι τελετές να γίνονται μέσα σε κιγκλιδώματα, ενώ οι έξαλλοι έμπαιναν καθ’ ομάδας και διαδήλωναν και έπεφτε ξύλο και δεν τολμούσαν οι γονείς να πάνε να δούνε τα παιδιά τους να παρελαύνουν –ένα event πρωτοποριακό, που δεν έχει ξαναγίνει πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο.
Τώρα όμως που η κακή μοίρα θέλησε οι ίδιοι να ιππεύσουν το άλογο της εξουσίας, όλα άλλαξαν αίφνης: οι παρελάσεις γίνονται με μεγαλοπρέπεια, τα κάγκελα εξαφανίστηκαν και οι ίδιοι, εκείνοι που διαδήλωναν, ανεβαίνουν τώρα στις εξέδρες των επισήμων για να επιθεωρήσουν με αυστηρό βλέμμα στρατάρχου το παρελαύνον στράτευμα, αλλά και τους μαθητές προς δόξαν του έθνους, μιας και ο Ερντογάν, από καλό παιδί και μεγάλος ηγέτης που ήταν πριν, τώρα επινόησε νέα σύνορα, εκείνα της καρδιάς του, ου μην και των νεφρών.
Θα πεις και πριν δεν έπαιζε το παίγνιον στη Θράκη και στο Αιγαίο, και πριν δεν άφηνε τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο και ονειρευόταν σουλτανιλίκια που έφταναν έως και στο να θέλει να βγάλει λόγο στην κηδεία του μουσουλμάνου πυγμάχου Μοχάμετ Αλι, λες και ήταν ο Μεχμέτ Αλή της Καβάλας; Μάλιστα τώρα, λόγω παραληρήματος μεγαλείου, δεν απειλεί μέχρι και την Ολλανδία και τη Γερμανία; Ναι, και πριν, αλλά τότε δεν συνέφερε να βλέπουν πού πάει το πράγμα, εφόσον η πραγματικότητα δεν ταίριαζε στη θεωρία, άρα στη Σμύρνη είχε γίνει συνωστισμός και ο Κολοκοτρώνης ήταν κατά βάθος λούγκρα. Αυτά εμβριθώς μας έλεγαν, στο όνομα της επιστήμης της Ιστορίας.
Και είναι βέβαια άλλη μια τιμωρία της πραγματικότητας οι ανακοινώσεις που βγάζουν τώρα κατά του Τσαβούσογλου, παρότι ο άνθρωπος αυτός μάλλον έχει πρόσωπο και παρουσιαστικό καθαρόαιμου, συμπαθούς Ποντίου και ίσως να είναι κρυπτοχριστιανός –αυτά όμως θα τα έλεγαν αν ήταν στην αντιπολίτευση. Τώρα, εξαιρέσει του Κατρούγκαλου, μεταβλήθηκε το κοντάκιο, όπως και σε όλα τ’ άλλα. Τα αδέρφια μας οι Τούρκοι δεν είναι πια τόσο αγαπητοί –εξάλλου οι γείτονες είναι εκείνοι που είπαν πρώτοι το σοφόν: «Κάνε τον γύφτο πασά και τον πρώτο που θα σφάξει είναι ο πατέρας του».
Ερχεται επομένως, και πάλι, η δύσκολη επέτειος. Ερχονται οι αναπόφευκτες τελετές. Μια νέα δοκιμασία. Πώς θα τα βολέψουμε ώστε να γίνει μια παρέλαση υπέρ της μνήμης του έθνους, χωρίς να υπάρχει έθνος; Πώς θα διατυπωθεί η ανακοίνωση ώστε να είναι και πατριωτική και μη πατριωτική; Και υπέρ των συνόρων αλλά και διεθνιστική; Εδώ χρειάζεται φιλοσοφία. «Δύσκολα πράγματα και κινδυνώδη, οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη» που θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός.
Και ποιος άραγε θα ανεβεί στην εξέδρα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας; Ζόρικο ερώτημα, διότι υπάρχει και η περίπτωση να ξεκινήσουν διαμαρτυρίες εξ αντιθέτου. Να ‘ρθούνε τώρα οι άλλοι να φωνάζουν, να αρχίσουν τα events ή να ίπτανται περίεργα αντικείμενα. Ποιος θα αναλάβει να το υποστεί; Θα επιστρέψουν τα κιγκλιδώματα και τα ΜΑΤ, προπονημένα ήδη από τους κρητικούς αγρότες; Είναι σοβαρό ζήτημα, ζωτικής προπαγανδιστικής σημασίας –ενώ, βέβαια, εξαιτίας των παραπάνω, όπως κάθε Μάρτιο, ακούγονται ήδη τα οστά του Καραϊσκάκη που έχουν αρχίσει να χορεύουν καστανιέτες.
Υστερα υπάρχει ο κίνδυνος επεισοδίων και εξ ευωνύμων. Κυκλοφορούν και οι μεγάλοι επαναστάτες των τρόλεϊ που μπορεί να διαβούν τον Ρουβίκωνα, ή έστω τον Κηφισό, για να τηρούμε και τις αναλογίες. Αυτοί μαθημένοι με την πυρπόληση των μέσων μεταφοράς και με πρότυπο τον Κανάρη, μπορεί να έχουν καμιά περίεργη έμπνευση κατά τη διάρκεια των παρελάσεων που θα πρέπει, πια, να διαπνέονται από τάξη και εθνική αξιοπρέπεια.
Ωστόσο, κουτσά στραβά, πέσε σήκω, όπως και κάθε χρόνο, θα ξεπεράσουμε, πάλι, αυτή τη δοκιμασία και εντέλει θα τα καταφέρουμε. Και αν βρέχει καταρρακτωδώς (ή, «καταρρακτώδικα») εκείνη την ημέρα της λαμπρής επετείου ακόμα καλύτερα.