«Είμαστε ανοιχτοί, ο καθένας έχει το δικαίωμα να τάσσεται κατά της Ευρώπης, όμως το θέμα είναι να δούμε αν η Ευρώπη είναι τόσο ανόητη ώστε να χρηματοδοτεί κόμματα που δραστηριοποιούνται εις βάρος της». Τα λόγια είναι του Μάνφρεντ Βέμπερ, προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Και είναι λόγια που –αν δεν προκαλούν ανησυχία –τουλάχιστον δημιουργούν σκέψεις. Οχι θετικές.
Κατ’ αρχάς λόγω της διασταλτικής έννοιας ή ερμηνείας τού πώς εννοεί ο καθένας την εναντίωση ή τη διαφωνία με το σημερινό μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (και όχι της Ευρώπης, αφού στην Ευρώπη κανονικά ανήκει πολιτισμικά και η Ρωσία, πράγμα που κάνει έξαλλους πολλούς εκεί έξω). Για παράδειγμα: Είναι ευρωφοβικό ένα κόμμα ή μια πολιτική δύναμη που διαφωνεί με τη σημερινή αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Και με ποια ακριβώς κριτήρια εντάσσεται κάποιος στο ρεύμα του ευρωπαϊσμού; Αν σιωπά, ας πούμε, μπροστά στο σημερινό αποτυχημένο μοντέλο λιτότητας και συμπίεσης του εργατικού κόστους; Αν του αρέσει το «υπερμνημόνιο» (βλ. Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας); Αν χειροκροτεί το γεγονός πως ασκείται ανοιχτά πολιτική στους θεσμούς της ΕΕ από λομπίστες συμφερόντων;
Τα ερωτήματα είναι ή μπορούν να είναι πολλά. Το πιο επικίνδυνο όμως με τις δηλώσεις Βέμπερ είναι άλλο. Τα χρήματα που η Ευρώπη χορηγεί σε κόμματα δεν ανήκουν σε κάποιον υπερθεσμό. Ούτε παράγονται από αόρατους παίχτες. Είναι μέρος της υπεραξίας των εργαζομένων όλων των ευρωπαίων πολιτών. Συχνά και των αιματηρών εθνικών προϋπολογισμών των κυβερνήσεων των χωρών τους. Και τα χρήματα αυτά δεν παρακρατούνται για να επιστρέψουν ως χρηματοδοτήσεις κομμάτων με γνώμονα κομματικά ή πολιτικά κριτήρια. Δεν ξέρω για παράδειγμα χώρα που εξαιρεί από τη φορολογία κάποιον που δεν συμφωνεί με την ασκούμενη οικονομική πολιτική της.
Είναι προφανές, βέβαια, πως οι σημερινές φυγόκεντρες δυνάμεις στην ΕΕ, το ρήγμα μεταξύ λαών και ελίτ, έχουν ανησυχήσει πολλούς. Ενόψει των 60 χρόνων επετείου των Συνθηκών της Ρώμης, προετοιμάζονται ήδη και τα νέα μανιφέστα της νέας δομής της. Η συζήτηση έχει ξεκινήσει με κέντρο την «Ευρώπη των πολλών ή πολλαπλών ταχυτήτων». Δηλαδή τη θεσμική ολοκλήρωση ενός νέου συγκεντρωτικού υπερκράτους. Και πάνω σε αυτή τη διεργασία διάφοροι «παίκτες» ήδη προωθούν και ακραία σενάρια όπως το παραπάνω του Βέμπερ. Ας είναι όμως σίγουροι πως χωρίς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και χωρίς την περιφρούρηση του κεκτημένου (π.χ. των εργασιακών δικαιωμάτων) θα φτιάξουν μια ερασιτεχνική Κίνα (με «λευκούς Κινέζους»). Και όχι πολύ μακριά στο μέλλον, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και τις νέες Τιενανμέν των λαών.