Η Τουρκία περνάει μια περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων με πολλά κράτη και οντότητες: αν αρχίσουμε από τις τεταμένες σχέσεις της με την Ολλανδία, εξαιτίας της απαγόρευσης από τους Ολλανδούς της ομιλίας του τούρκου υπουργού των Εξωτερικών σε δημόσιο χώρο, και την απαγόρευση εισόδου της τουρκάλας υπουργού στην Ολλανδία, την παράλληλη απαγόρευση της ομιλίας του τούρκου υπουργού των Εξωτερικών από τους Γερμανούς και τη βίαιη αντίδραση του Ερντογάν, ο οποίος σε δηλώσεις του έσπευσε να χαρακτηρίσει τις ενέργειες αυτές ως ναζιστικές, κι αν συνεχίσουμε με την αντιπαράθεσή της με τους Κούρδους του Ιράν και της Συρίας –καθώς και με τους Τούρκους κουρδικής καταγωγής -, τους Σύρους καθεστωτικούς κα τον στρατό του, καθώς και τον ISIS , όπως επίσης και με τις πληγωμένες σχέσεις του με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δεν βρίσκουμε πολλούς συμμάχους σήμερα στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή που να θέλουν να υποστηρίξουν την Τουρκία. Και να φανταστεί κανείς ότι λίγα χρόνια πριν, ο τότε πρωθυπουργός είχε ευαγγελιστεί μηδενικές κακές σχέσεις με τους γείτονες, και, αντίστοιχα, ανάπτυξη φιλικών δεσμών με όλους.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι έντονα προβληματική η επιλογή του τούρκου προέδρου να οξύνει και τις σχέσεις του με την Ελλάδα, έναν γείτονα με τον οποίο είχε κάθε λόγο να διατηρεί φιλικούς δεσμούς. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την Κύπρο, όπου με την παρέμβασή του διακόπηκαν οι διακοινοτικές συνομιλίες, με αφορμή μια άσκοπη κίνηση του Κυπριακού Κοινοβουλίου να αναφέρουν κατ’ έτος στα σχολεία την επέτειο του ενωτικού δημοψηφίσματος του 1950. Ιδιαίτερα γι’ αυτό το τελευταίο η υπεραντίδραση του τουρκου κύπριου ηγέτη να διακόψει τις συνομιλίες –και να μην αρκεστεί, ως έδει, σε μια δήλωση αποκήρυξης της ενέργειας της Κυπριακής Δημοκρατίας –φανερώνει την ύπαρξη τουρκικού δακτύλου πίσω από την ενέργεια αυτή, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει η Τουρκία τα ακανθώδη ζητήματα που βρίσκονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δηλαδή το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, για τα οποία τα μέρη διατηρούσαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Στο παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, και προκειμένου να αποφύγουν τη διεθνή κατακραυγή ότι αυτοί είναι οι υπαίτιοι της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, βρήκαν τη χρυσή ευκαιρία που τους δόθηκε από τους Ελληνοκυπρίους, να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις στο πιο κρίσιμο σημείο. Αλλά κι αυτή να μην είναι η ερμηνεία, και να οφείλεται σε άλλους λόγους η διακοπή, όπως λ.χ. ώς την ημέρα που θα κριθεί το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών –για το οποίο ο Ερντογάν έχει την ανάγκη των ακροδεξιών ψήφων, που, βέβαια, δεν θέλουν την επίλυση του Κυπριακού –γεγονός παραμένει ότι ο πρόεδρος θέτει σε διακινδύνευση μια επιτυχή, έως τώρα, πορεία διαπραγματεύσεων, κι ενισχύει εκείνο το τμήμα της ελληνοκυπριακής πλευράς που δεν βλέπει θετικά την επίτευξη συμφωνίας.
Στον τομέα των καθαρά ελληνοτουρκικών σχέσεων εντύπωση προκαλεί η αναθέρμανση του ζητήματος των γκρίζων ζωνών, που για πρώτη φορά και με καθαρό τρόπο έπαψαν να είναι γκρίζες κι έγιναν τουρκικές. Πράγματι, η συνήθης έως τώρα επιχειρηματολογία της γείτονος ήταν ότι ορισμένες βραχονησίδες του Αιγαίου πελάγους δεν ανήκαν στην Ελλάδα, γιατί δεν κατονομάζονταν ρητά στις συνθήκες παραχώρησης, είτε αυτή ήταν η Συνθήκη της Λωζάννης, είτε ήταν η Συνθήκη των Παρισίων, που έδινε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα . Η σημερινή θέση της Τουρκίας, όπως προκύπτει από τουρκικά επίσημα χείλη, απομακρύνεται από την αμφισβήτηση της κυριαρχίας –που ήταν, εξάλλου, έωλη, γιατί δεν νοούνται σήμερα εδάφη αδέσποτα –και προχωράει στη διαπίστωση ότι οι βραχονησίδες ανήκουν στην Τουρκία. Μια αναβάθμιση τακτικής, που έρχεται να συμπληρωθεί από τη σωρεία έμπρακτων ενεργειών του τουρκικού ναυτικού και της αεροπορίας.
Πού οφείλεται αυτή η στροφή της τουρκικής στάσης, έπειτα από μια περίοδο σχετικά ήρεμη στα ελληνοτουρκικά; Και μάλιστα που είχε συνοδευθεί και από διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες έχουν τώρα διακοπεί, με ευθύνη της Τουρκίας –παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του τούρκου πρωθυπουργού σε πρόσφατες δηλώσεις του. Η πιο διαδεδομένη άποψη από ελληνικής πλευράς, είναι ότι αυτές οι ακραίες ενέργειες γίνονται για εσωτερική χρήση, δηλ. είναι μέρος της προεκλογικής εκστρατείας του Ερντογάν, ο οποίος, και πάλι, όπως και στο Κυπριακό, προσπαθεί να προσελκύσει το ακραίο ακροατήριο, με μια επίδειξη δύναμης κι αδιαλλαξίας. Χωρίς να αμφισβητώ αυτήν την προσέγγιση, θα μου επιτρέψετε να προσθέσω και μιαν άλλη διάσταση: είναι γνωστό ότι μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου ο τουρκικός στρατός υπέστη έναν συστηματικό διωγμό, με την απαγγελία κατηγοριών κατά τούρκων αξιωματικών, και με την καθαίρεση εκατοντάδων αξιωματικών ως γκιουλενικών, κάτι που έχει στοιχίσει στο αξιόμαχο του τουρκικού στρατού. Προκειμένου, λοιπόν, να αποδείξει ότι αυτό δεν ισχύει, κι ότι ο τουρκικός στρατός μπορεί να είναι ετοιμοπόλεμος σε πολλά μέτωπα, παράλληλα, ο τούρκος πρόεδρος έχει προβεί στην σκλήρυνση της στάσης του με την Ελλάδα, και στην έμπρακτη αμφισβήτηση των εδαφών της.
Αυτή η στάση της, όμως, ενέχει κινδύνους. Γιατί, με δεδομένο ότι η χρήση των αεροπλάνων που υπερίπτανται του ελληνικού εδάφους έχει ανατεθεί κυρίως σε νέους και άπειρους αεροπόρους, που δεν γνωρίζουμε πώς θα αντιδράσουν σε μια εμπλοκή με ελληνικά αεροπλάνα, οι πιθανότητες ατυχήματος αυξάνονται. Και μεταφέρει το βάρος της προσοχής στους έλληνες πιλότους, που καλούνται, μόνοι τους, να είναι εξαιρετικά ψύχραιμοι, για την αποφυγή ενός μοιραίου ατυχήματος. Οπως μεταφέρει και στις πλάτες της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας το βάρος να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της γείτονος με αυξημένη ψυχραιμία και σύνεση. Και με την ελπίδα ότι αυτές οι προκλήσεις θα παύσουν όταν ηρεμήσουν τα πράγματα στη γειτονική μας χώρα.
Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών