Η αρχή είχε γίνει πέρυσι με το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», την ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα που η ψηφιακή τεχνολογία έδωσε χρώμα στους αγαπημένους ασπρόμαυρους ήρωές της. Σήμερα επαναλαμβάνεται όχι πλέον ως πείραμα, αφού η προηγούμενη απόπειρα είχε εξαιρετική αποδοχή. Και έτσι θα δούμε το «Της Κακομοίρας» (και όχι τον «Μπακαλόγατο» όπως επικράτησε να το λένε), του Ντίνου Κατσουρίδη με τον Κώστα Χατζηχρήστο στην καλύτερη, ίσως, ερμηνεία της καριέρας του, «βαμμένο» με τα χρώματα της νοσταλγίας. Και της ψευδαίσθησης. Διότι αυτές τις ασπρόμαυρες ταινίες –που στην πρώτη τους προβολή δεν έσπασαν ταμεία, στην τηλεοπτική τους καριέρα όμως ανατροφοδοτούν και συντηρούν μία αέναη αθωότητα –ως έγχρωμες τις βλέπαμε. Με αποχρώσεις που μας υπαγόρευσε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, η ανάγκη (ενίοτε και ο ψυχαναγκασμός) είτε της νοσταλγίας είτε της μυθολογίας των μικρών πραγμάτων. Αλλιώς, δεν θα βλέπαμε ξανά και ξανά μία ασπρόμαυρη ταινία στην οποία τις εξελίξεις πυροδοτεί ένα ζευγάρι «Κίτρινα Γάντια». Που μπορεί, στην πραγματικότητα, να ήταν φιστικί. Ας μην αναστατώνονται λοιπόν οι υποχονδριακοί μιας sur mesure παράδοσης. Το πουκάμισο του Ζήκου γαλάζιο ήταν στα μάτια των περισσοτέρων. Εκτός κι αν οι ίδιοι το φαντάζονταν σικλαμέν.
Προτιμώ λοιπόν μια επιχρωματισμένη κόπια της αυθεντικής βερσιόν –που στο κάτω κάτω τεχνολογία είναι, δεν είναι Τέχνη –παρά κάποια remake (εσχάτως έχουν γίνει η εύκολη απάντηση στην ελληνική κινηματογραφική αμηχανία) που προσπαθούν να στριμώξουν την ηθογραφία των δεκαετιών του 1950 και 1960 στις συνθήκες και την αισθητική του 21ου αιώνα. Με μουντά, ως επί το πλείστον, αποτελέσματα αν και ορίτζιναλ έγχρωμα. Είναι αυτή η αυθαιρεσία που νομιμοποιεί την προσαρμογή ενός έργου τέχνης (μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία, κάποιος δημιουργός έχει βγάλει εκεί πάνω την ψυχή του) στα καθ’ ημάς. Γιατί να ακούω τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας» να αναφέρονται σε ευρώ; Για να είναι, λέει, πιο οικεία η αναφορά. Ε, μην ξεχάσουμε τότε να πούμε στη διεύθυνση του Λούβρου, δίπλα στην Τζοκόντα του ντα Βίντσι, να κρεμάσουν άλλη μία Τζοκόντα με ταγέρ.
Πριν από λίγες μέρες άκουσα στο ραδιόφωνο το σμυρναίικο «Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει» διασκευασμένο σε κάτι που θύμιζε τσάρλεστον. Και τα τελευταία χρόνια, μνημειώδη ρεμπέτικα, σε εκτέλεση funky jazz. Καλά, κι εμείς στα νιάτα μας χορεύαμε το «Υπάρχω» μπλουζ και το «Οχι άλλα δάκρυα» καν καν. Αλλά είχαμε πλήρη επίγνωση ότι το κάναμε από καλπάζοντα μετεφηβικό κωλοπαιδισμό. Δεν το ρίξαμε στο τραπέζι ως καλλιτεχνική πρόταση.
Οπως, για παράδειγμα, πριν από λίγες εβδομάδες ένα ελληνικό συγκρότημα μαζί με κάποιον μουσικό αυτοσχεδιαστή (;) «επέλεξαν για πρώτη φορά», όπως πληροφορούμαι από ένα δελτίο Τύπου, «να επενδύσουν μουσικά μία ομιλούσα ταινία». Δηλαδή αφαίρεσαν από την ταινία τον ήχο και οι ίδιοι, πάνω στη σκηνή, έπαιζαν live τα δικά τους στα σημεία που υπήρχε η αυθεντική μουσική. Η δε ταινία ήταν τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ. Υπόσχονται μάλιστα το ίδιο θα κάνουν και με το «Ψυχώ». Προσωπικά, εκλαμβάνω την υπόσχεση ως απειλή. Οσο κάποιοι θα εκλαμβάνουν την τέχνη ως κηδεία με ξένα κόλυβα.