Οταν μια χώρα δεν έχει πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και για την αποφυγή χρεοκοπίας έρχεται σε συμφωνία με το ΔΝΤ –ή με την τρόικα στην περίπτωση των χωρών της ευρωζώνης (νυν θεσμούς) -, υπογράφει ένα συμβόλαιο, το γνωστό μας Μνημόνιο. Στο Μνημόνιο περιγράφονται σε αδρές γραμμές οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η χώρα (συνήθως δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις) και το χρονοδιάγραμμα των δόσεων που θα καταβληθούν από τους αντισυμβαλλομένους. Για τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας και την εξειδίκευση των υποχρεώσεων της επόμενης περιόδου, στο Μνημόνιο ορίζεται και το χρονοδιάγραμμα των επιθεωρήσεων αξιολόγησης κλιμακίων των διεθνών οργανισμών στη χώρα. Συνήθως οι αξιολογήσεις γίνονται κάθε τρίμηνο και αναμένεται να διαρκέσουν έως δύο εβδομάδες.
Αντίθετα με τις υπόλοιπες χώρες που μπήκαν σε προγράμματα προσαρμογής, στην περίπτωση των ελληνικών προγραμμάτων σε ελάχιστες περιπτώσεις τηρήθηκαν αυτά τα χρονοδιαγράμματα. Συχνά οι διαπραγματεύσεις για τους στόχους της επόμενης περιόδου διαρκούσαν αρκετούς μήνες, ενώ στην περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης «έσπασαν τα κοντέρ». Η τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και οδηγηθήκαμε κάτω από δραματικές συνθήκες στην υπογραφή του μάλλον αχρείαστου τρίτου προγράμματος. Η πρώτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος ολοκληρώθηκε ύστερα από σχεδόν 12 μήνες και, κατά τα φαινόμενα, η δεύτερη αξιολόγηση δεν θα ολοκληρωθεί πριν από την παρέλευση οκταμήνου.
Γιατί καθυστερούν τόσο πολύ οι αξιολογήσεις στη χώρα μας; Αυτό οφείλεται τόσο σε «αντικειμενικούς» λόγους όσο και σε καθαρά μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Αναμφίβολα, τα ελληνικά προγράμματα ήταν τα βαρύτερα και δυσκολότερα από όλα τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν σε χώρες της ευρωζώνης. Πολλές φορές οι υποχρεώσεις ήταν πολλές και ιδιαίτερα σύνθετες και απαιτούσαν εξειδικευμένες και μακρές διαπραγματεύσεις, ενώ τα προς εκταμίευση ποσά σε αρκετές περιπτώσεις ήταν δυσθεώρητα υψηλά. Επιπρόσθετα, σε κάποιες περιπτώσεις οι δανειστές ζητούσαν υπερβολικά πολλά δημοσιονομικά μέτρα για την επίτευξη των συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων, με αποτέλεσμα την πεισματική αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Ομως, σε αρκετές περιπτώσεις η παράταση των διαπραγματεύσεων οφειλόταν σε καθαρά μικροκομματικές επιδιώξεις του τύπου «αντιστεκόμαστε σθεναρά στις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών» με σκοπό να πειστεί το κομματικό ακροατήριο, παρότι στο τέλος τα προτεινόμενα μέτρα υιοθετούνταν, συνήθως στο σύνολό τους. Τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτού του τύπου της «διαπραγμάτευσης» τα είδαμε τα τελευταία χρόνια.
Ομως, αυτές οι καθυστερήσεις ενέχουν κινδύνους και μεγάλο κόστος για την οικονομία. Οσο παρατείνονται οι διαπραγματεύσεις τόσο κοντύτερα φτάνουμε στο χρονικό όριο αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων με κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας αν δεν καταλήξουμε σε συμφωνία. Εύλογο είναι ότι όταν φτάσεις να είσαι με την πλάτη στον τοίχο, τα περιθώρια ελιγμών σου είναι ανύπαρκτα. Επιπρόσθετα, όσο παρατείνονται οι διαπραγματεύσεις τόσο εντείνεται η αβεβαιότητα, με συνέπεια την αναβολή (σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ματαίωση) σημαντικών επενδυτικών αλλά και καταναλωτικών αποφάσεων, εκροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα και, τελικά, μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Οσο χαμηλότερος ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης τόσο χαμηλότερα τα φορολογικά έσοδα. Οσο χαμηλότερα τα φορολογικά έσοδα τόσο μεγαλύτερο το δημοσιονομικό κενό. Οσο μεγαλύτερο το δημοσιονομικό κενό τόσο μεγαλύτερες οι απαιτήσεις των δανειστών για τη λήψη ακόμα περισσότερων μέτρων λιτότητας για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Το έργο το έχουμε δει πολλές φορές. Ομως, δεν φαίνεται να βγάζουμε τα προφανή συμπεράσματα.
Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών